Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
able /ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να; USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
accent /ˈæk.sənt/ = NOUN: προφορά, τόνος; VERB: τονίζω; USER: προφορά, έμφαση, έμφασης, τόνο, accent

GT GD C H L M O
access /ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο; USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση

GT GD C H L M O
account /əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση; VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν; USER: λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω

GT GD C H L M O
accounts /əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση; VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν; USER: λογαριασμών, λογαριασμούς, λογαριασμοί, των λογαριασμών, τους λογαριασμούς

GT GD C H L M O
achieve /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω; USER: επίτευξη, επιτύχουν, επιτευχθεί, την επίτευξη, επιτύχει

GT GD C H L M O
across /əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως; PREPOSITION: διά μέσου; USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη

GT GD C H L M O
act /ækt/ = NOUN: πράξη, ενέργεια, νομοσχέδιο; VERB: ενεργώ, δρω; USER: πράξη, ενέργεια, ενεργεί, ενεργούν, ενεργήσει

GT GD C H L M O
action /ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια; USER: δράση, ενέργεια, αγωγή, δράσης, προσφυγή

GT GD C H L M O
actionable /ˈæk.ʃən.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δικάσιμος, ένακτος; USER: προσφυγής, προσφυγή, προσβληθεί, δραστικά, αγώγιμη

GT GD C H L M O
actions /ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια; USER: δράσεις, ενέργειες, δράσεων, ενεργειών, τις δράσεις

GT GD C H L M O
active /ˈæk.tɪv/ = ADJECTIVE: ενεργός, δραστήριος, ενεργητικός, δρων; USER: ενεργός, ενεργό, δραστική, ενεργή, ενεργού, ενεργού

GT GD C H L M O
actual /ˈæk.tʃu.əl/ = ADJECTIVE: πραγματικός; USER: πραγματικός, πραγματική, πραγματικό, πραγματικές, πραγματικής

GT GD C H L M O
actually /ˈæk.tʃu.ə.li/ = ADVERB: πράγματι, πραγματικά; USER: πραγματικά, πράγματι, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως, όντως

GT GD C H L M O
ad /æd/ = ADJECTIVE: πραγματικός

GT GD C H L M O
add /æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω; USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε

GT GD C H L M O
added /ˈæd.ɪd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω; USER: προστέθηκε, προστεθεί, προστιθέμενη, προστίθεται, πρόσθεσε

GT GD C H L M O
addition /əˈdɪʃ.ən/ = NOUN: πρόσθεση; USER: πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, Εκτός από, Εκτός από

GT GD C H L M O
address /əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση; VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ; USER: διεύθυνση, τη διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθύνσεων, τόπο

GT GD C H L M O
advance /ədˈvɑːns/ = NOUN: προκαταβολή, πρόοδος, προέλαση, προπόρευση; VERB: προχωρώ, προάγω, προοδεύω, προκαταβάλλω; ADJECTIVE: προκαταβολικός; USER: προκαταβολή, πρόοδος, προωθήσει, εκ των προτέρων, προχωρήσει

GT GD C H L M O
advancement /ədˈvɑːns.mənt/ = NOUN: προαγωγή, προβιβασμός; USER: προαγωγή, πρόοδο, εξέλιξη, προώθηση, πρόοδος

GT GD C H L M O
advantage /ədˈvɑːn.tɪdʒ/ = NOUN: πλεονέκτημα, όφελος, προτέρημα; USER: πλεονέκτημα, όφελος, επωφεληθούν, πλεονεκτήματος, πλεονεκτήματα

GT GD C H L M O
advertising /ˈadvərˌtīz/ = NOUN: διαφήμιση; ADJECTIVE: διαφημιστικός; USER: διαφήμιση, διαφημιστικά, διαφήμισης, διαφημίσεις, τη διαφήμιση

GT GD C H L M O
after /ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν; USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη

GT GD C H L M O
again /əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου; USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά

GT GD C H L M O
age /eɪdʒ/ = NOUN: ηλικία, εποχή; VERB: γηράσκω, γερνώ, παλαιώνω; USER: ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών

GT GD C H L M O
ages /eɪdʒ/ = NOUN: ηλικία, εποχή; VERB: γηράσκω, γερνώ, παλαιώνω; USER: ηλικίες, ηλικιών, τις ηλικίες, των ηλικιών, ηλικίας, ηλικίας

GT GD C H L M O
aggravate /ˈæɡ.rə.veɪt/ = VERB: επιδείνω, ερεθίζω, χειροτερεύω; USER: επιδεινώσει, επιδεινώνουν, επιδεινώσουν, επιδεινώσει την, επιδεινώνει

GT GD C H L M O
aggregate /ˈæɡ.rɪ.ɡət/ = NOUN: σύνολο, αδρανές πρόσμιγμα, μίγμα, αμμοχάλικο; ADJECTIVE: συνολικός; VERB: συναθροίζω, αθροίζω; USER: σύνολο, συνολικός, συνολικό, συνολική, συνολικά

GT GD C H L M O
ago /əˈɡəʊ/ = ADVERB: πριν, προ, πρότερον; USER: πριν, πριν από, ago, προ, προ

GT GD C H L M O
agree /əˈɡriː/ = VERB: συμφωνώ, δέχομαι; USER: συμφωνώ, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε, συμφωνείτε

GT GD C H L M O
ahead /əˈhed/ = ADVERB: εμπρός; USER: εμπρός, μπροστά, πριν, μέλλον, προχωρήσει, προχωρήσει

GT GD C H L M O
ai /ˌeɪˈaɪ/ = ABBREVIATION: Όλα συμπεριλαμβάνονται; USER: ai, ΑΙ, Α Ι, Ι, ΓΠ

GT GD C H L M O
alert /əˈlɜːt/ = ADJECTIVE: άγρυπνος, έξυπνος, πανέτοιμος, σβέλτος, έτοιμος για δράση; NOUN: συναγερμός; USER: ειδοποιεί, alert, ειδοποιούν, προειδοποιούν, προειδοποιήσει

GT GD C H L M O
alerts /əˈlɜːt/ = NOUN: ale, ζύθος, είδος μπύρας; USER: ειδοποιήσεις, ενημερώνεστε, καταχωρήσεων, προειδοποιήσεις, Alerts

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
allow /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέπουν, επιτρέπει, επιτρέψει, να επιτρέψει, επιτρέψουν

GT GD C H L M O
allows /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέπει, επιτρέπει την, επιτρέπει στους, επιτρέπει σε, σας επιτρέπει

GT GD C H L M O
almost /ˈɔːl.məʊst/ = ADVERB: téměř, skoro; USER: σχεδόν, περίπου, σχεδόν σε, σχεδόν το, σχεδόν το

GT GD C H L M O
along /əˈlɒŋ/ = ADVERB: κατά μήκος, εμπρός; USER: κατά μήκος, μαζί, μήκος, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
already /ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα; USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη

GT GD C H L M O
alright /ɔːlˈraɪt/ = ADVERB: καλώς; USER: καλώς, εντάξει, alright

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
although /ɔːlˈðəʊ/ = ADVERB: αν και, παρόλο, παρά; CONJUNCTION: μολονότι; USER: παρόλο, αν και, μολονότι, παρά, αν, αν

GT GD C H L M O
always /ˈɔːl.weɪz/ = ADVERB: πάντοτε, διαρκώς; USER: πάντοτε, πάντα, πάντα να, είναι πάντα, είναι πάντα

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
analysis /əˈnæl.ə.sɪs/ = NOUN: ανάλυση, ψυχανάλυση; USER: ανάλυση, ανάλυσης, την ανάλυση, αναλύσεις, αναλύσεως

GT GD C H L M O
analytic /ˌanlˈitik/ = ADJECTIVE: αναλυτικός; USER: αναλυτικός, αναλυτική, αναλυτικά, αναλυτικές, αναλυτικό

GT GD C H L M O
analytics /ˌanlˈitiks/ = USER: analytics, αναλύσεων, αναλυτικά, Analytics για

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
announcing /əˈnaʊns/ = VERB: αναγγέλλω, αγγέλω; USER: ανακοινώνοντας, αναγγέλλοντας, αναγγελία, ανακοινώνει, ανακοίνωσε

GT GD C H L M O
another /əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος; USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο

GT GD C H L M O
answer /ˈɑːn.sər/ = NOUN: απάντηση; VERB: απαντώ, αποκρίνομαι; USER: απάντηση, απαντώ, απαντήσει, απαντήσετε, answer, answer

GT GD C H L M O
any /ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας; USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε

GT GD C H L M O
anything /ˈen.i.θɪŋ/ = PRONOUN: οτιδήποτε, κάτι; USER: κάτι, οτιδήποτε, τίποτα, τίποτε, πάντα, πάντα

GT GD C H L M O
api /ˌeɪ.piˈaɪ/ = USER: api, ΑΡΙ, την API, API για

GT GD C H L M O
apologize = VERB: απολογούμαι, ζητώ συγνώμη; USER: απολογούμαι, συγγνώμη, συγνώμη, ζητήσω συγγνώμη, ζητήσει συγγνώμη

GT GD C H L M O
app /æp/ = USER: app, εφαρμογή, εφαρμογής, το app, εφαρμογών

GT GD C H L M O
application /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή

GT GD C H L M O
applications /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογές, αιτήσεις, εφαρμογών, αιτήσεων, οι αιτήσεις

GT GD C H L M O
applied /əˈplaɪd/ = ADJECTIVE: εφαρμοσμένος; USER: εφαρμόζεται, εφαρμόζονται, εφαρμοστεί, εφαρμοστούν, εφαρμογή

GT GD C H L M O
approach /əˈprəʊtʃ/ = NOUN: προσέγγιση; VERB: πλησιάζω; USER: προσέγγιση, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, προσέγγιση της

GT GD C H L M O
apps /æp/ = USER: apps, εφαρμογές, εφαρμογών, εφαρμογές του, εφαρμογές που

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
area /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: έκταση, περιοχή, τομέα, περιοχής, χώρο

GT GD C H L M O
around /əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω; USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
ask /ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ; USER: ζητώ, παρακαλώ, ζητήσει, ρωτήσω, ζητήσει από, ζητήσει από

GT GD C H L M O
asked /ɑːsk/ = ADJECTIVE: ερωτηθείς; USER: ρώτησε, ζήτησε, Έγινε, ζητηθεί, ζήτησε από

GT GD C H L M O
asking /ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ; USER: ζητώντας, ζητά, ζητώντας από, ρωτώντας, ζητούν, ζητούν

GT GD C H L M O
asks /ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ; USER: ρωτά, ζητά, ζητεί από, ρωτάει, ζητεί, ζητεί

GT GD C H L M O
assist /əˈsɪst/ = VERB: βοηθώ; USER: βοηθήσει, επικουρεί, βοηθούν, βοηθήσουν, συνδράμει

GT GD C H L M O
assistance /əˈsɪs.təns/ = NOUN: βοήθεια; USER: βοήθεια, βοήθειας, συνδρομή, συνδρομής, ενίσχυση

GT GD C H L M O
assistant /əˈsɪs.tənt/ = NOUN: βοηθός; ADJECTIVE: βοηθητικός; USER: βοηθός, βοηθό, βοηθού, επίκουρος

GT GD C H L M O
assists /əˈsɪst/ = USER: ασίστ, βοηθά, βοηθάει, βοηθούν, βοηθά τους

GT GD C H L M O
associated /əˈsəʊ.si.eɪ.tɪd/ = VERB: συνδέω, συναναστρέφομαι, συνδέομαι, συνεταιρίζομαι; USER: συνδέονται, σχετίζεται, που συνδέονται, που σχετίζονται, σχετίζονται

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
attach /əˈtætʃ/ = VERB: συνδέω, συνάπτω, προσδένω, ατροφώ, κατάσχω; USER: αποδίδουν, επισυνάψετε, συνδέστε, επισυνάπτει, αποδίδουμε

GT GD C H L M O
attention /əˈten.ʃən/ = NOUN: σημασία, περίθαλψη; USER: προσοχή, την προσοχή, προσοχής, σημασία, υπόψη

GT GD C H L M O
attribute /ˈæt.rɪ.bjuːt/ = NOUN: ιδιότης, κατηγορούμενο; VERB: αποδίδω; USER: Χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικού, γνώρισμα, ιδιότητα, ΣΒ Χαρακτηριστικό

GT GD C H L M O
aubrey = USER: Aubrey, Το Aubrey, του Aubrey, ουσίες Aubrey, της Aubrey,

GT GD C H L M O
authentication /ɔːˈθen.tɪ.keɪt/ = NOUN: πιστοποίηση, επικύρωση; USER: πιστοποίηση, επικύρωση, ταυτότητας, ελέγχου ταυτότητας, έλεγχο ταυτότητας

GT GD C H L M O
authorization /ˌɔː.θər.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: εξουσιοδότηση; USER: εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, έγκριση, έγκρισης

GT GD C H L M O
automatically /ˌɔː.təˈmæt.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: αυτομάτως; USER: αυτομάτως, αυτόματα, αυτόματη, αυτ ματα, αυτ ματα

GT GD C H L M O
availability /əˌveɪ.ləˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: διαθεσιμότητα, διαθεσιμότης; USER: διαθεσιμότητα, διαθεσιμότητας, τη διαθεσιμότητα, διάθεση, η διαθεσιμότητα

GT GD C H L M O
available /əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος; USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη

GT GD C H L M O
average /ˈæv.ər.ɪdʒ/ = NOUN: μέσος, μέσος όρος; VERB: υπολογίζομαι κατά μέσον όρον, υπολογίζω; USER: μέσος όρος, μέσος, μέσο όρο, μέση, μέσο, μέσο

GT GD C H L M O
b = NOUN: σι; USER: σι, β,

GT GD C H L M O
back /bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν; NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος; VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ; USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή

GT GD C H L M O
bad /bæd/ = ADJECTIVE: κακός; USER: κακός, κακή, κακό, κακές, άσχημα

GT GD C H L M O
baked /ˈsʌn.beɪkt/ = ADJECTIVE: ψητό, ψημένος, ψητός; USER: ψητό, ψημένος, ψημένα, ψημένο, ψητά

GT GD C H L M O
balance /ˈbæl.əns/ = NOUN: ισορροπία, υπόλοιπο, ισοζύγιο, ισολογισμός, κλείσιμο λογαριασμών, πλαστίγκα; VERB: ισορροπώ, ισολογίζω, ζυγίζω; USER: ισορροπία, εξισορρόπηση, ισορροπίας, εξισορροπήσει, ισορροπήσει

GT GD C H L M O
ball /bɔːl/ = NOUN: μπάλα, σφαίρα, μπίλια, τόπι, χοροεσπερίδα, χοροεσπερίς; USER: μπάλα, σφαίρα, πάσα, τη μπάλα, μπάλας

GT GD C H L M O
bank /bæŋk/ = NOUN: τράπεζα, όχθη; ADJECTIVE: τραπεζικός; VERB: αναχώνω; USER: τράπεζα, όχθη, τράπεζας, τραπεζικών, τραπεζικό

GT GD C H L M O
banking /ˈbæŋ.kɪŋ/ = NOUN: τραπεζιτικές εργασίες, πρόχωμα; USER: τραπεζικές, τραπεζικό, τραπεζική, τραπεζικών, τραπεζικού

GT GD C H L M O
banks /bæŋk/ = NOUN: τράπεζα, όχθη; VERB: αναχώνω; USER: τράπεζες, οι τράπεζες, τραπεζών, τις τράπεζες, των τραπεζών

GT GD C H L M O
bar /bɑːr/ = NOUN: μπαρ, μπάρα, ράβδος, λάμα, κώλυμα, μοχλός, ποτοπωλείο, δικηγορικό σώμα, λοστός, σκυτάλη, μανιβέλα, τεμάχι, δοκός καρένας πλοίου, μεταλλικό τεμάχιο; VERB: κωλύω, αποθαρρύνω; USER: μπαρ, ράβδος, μπάρα, Bar, γραμμή

GT GD C H L M O
bart = USER: bart, Μπαρτ, ψαρονέτος, Ο Bart

GT GD C H L M O
based /-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει

GT GD C H L M O
baseline /ˈbeɪs.laɪn/ = USER: αρχική, την έναρξη, αναφοράς, βασική, έναρξη

GT GD C H L M O
basically /ˈbeɪ.sɪ.kəl.i/ = ADVERB: βασικά, βασικώς; USER: βασικά, ουσιαστικά, βάση, κατά βάση, κυρίως

GT GD C H L M O
basis /ˈbeɪ.sɪs/ = NOUN: βάση, αρχή; USER: βάση, βάσει, βάσης, βάσεις, με βάση

GT GD C H L M O
bay /beɪ/ = NOUN: κόλπος, δάφνη, υδατοφράκτης, γαύγισμα, δόξα; VERB: γαυγίζω, βρίζω άγρια; USER: κόλπος, Bay, κόλπο, κόλπου, όρμο

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
became /bɪˈkeɪm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: έγινε, κατέστη, έγιναν, γίνει, άρχισε, άρχισε

GT GD C H L M O
because /bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι; USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί

GT GD C H L M O
become /bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί

GT GD C H L M O
becomes /bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: γίνεται, καθίσταται, γίνει, καταστεί, μετατρέπεται

GT GD C H L M O
becoming /bɪˈkʌm.ɪŋ/ = ADJECTIVE: ταιριαστός, θελκτικός; USER: να γίνει, γίνει, όλο και, γίνεται, όλο

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
beep /bēp/ = USER: μπιπ, ηχητικό σήμα, ήχο, ήχος, beep,

GT GD C H L M O
before /bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να; ADVERB: μπροστά, ενώπιο; PREPOSITION: μπροστά; USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από

GT GD C H L M O
beginning /bɪˈɡɪn.ɪŋ/ = NOUN: αρχή; USER: αρχή, αρχίζουν, ξεκινούν, αρχίζει, έναρξη, έναρξη

GT GD C H L M O
behavior /bɪˈheɪ.vjər/ = NOUN: συμπεριφορά, συμπεριφορά, διαγωγή, διαγωγή, τακτική, τακτική; USER: συμπεριφορά, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, συμπεριφορά των

GT GD C H L M O
behaviour /bɪˈheɪ.vjər/ = NOUN: συμπεριφορά, συμπεριφορά, συμπεριφορά, συμπεριφορά, διαγωγή, διαγωγή, διαγωγή, διαγωγή, τακτική, τακτική, τακτική, τακτική; USER: συμπεριφορά, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, συμπεριφορά των

GT GD C H L M O
behind /bɪˈhaɪnd/ = ADVERB: πίσω, όπισθεν, καθυστερημένος; USER: πίσω, πίσω από, όπισθεν

GT GD C H L M O
being /ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση; USER: ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι, που είναι

GT GD C H L M O
believe /bɪˈliːv/ = VERB: πιστεύω; USER: πιστεύω, πιστεύουν, ότι, πιστεύουμε, πιστεύει, πιστεύει

GT GD C H L M O
below /bɪˈləʊ/ = PREPOSITION: κάτω; ADVERB: παρακάτω, κάτω, κάτωθι, κάτωθεν, από κάτω; USER: κάτω, παρακάτω, κάτω από, κατωτέρω, πιο κάτω, πιο κάτω

GT GD C H L M O
belt /belt/ = NOUN: ζώνη, ιμάντας, ταινία, λουρί; VERB: ζώνω, περιζώνω, δέρνω με λουρίδα; USER: ζώνη, ιμάντας, ταινία, ιμάντα, ζώνης

GT GD C H L M O
beseeched /bɪˈsiːtʃ/ = VERB: παρακαλώ, ικετεύω; USER: beseeched, είχαν παρακαλέσει, εκλιπαρήσει τη, ικέτευσα, εκλιπαρήσει,

GT GD C H L M O
best /best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος; VERB: υπερτερώ, νικώ; USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη

GT GD C H L M O
beta /ˈbiː.tə/ = NOUN: βήτα; USER: βήτα, β, beta, βητα

GT GD C H L M O
better /ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο; ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος; VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω; NOUN: αυτός που στοιχηματίζει; USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες

GT GD C H L M O
big /bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγάλος, μεγαλόσωμος, μέγας, αξιόλογος, χονδρός; USER: μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα

GT GD C H L M O
bigger /bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγαλύτερος; USER: μεγαλύτερος, μεγαλύτερο, μεγαλύτερη, μεγαλύτερες, μεγαλύτερα

GT GD C H L M O
biggest /bɪɡ/ = ADJECTIVE: μέγιστος; USER: μεγαλύτερο, μεγαλύτερη, το μεγαλύτερο, η μεγαλύτερη, μεγαλύτερες, μεγαλύτερες

GT GD C H L M O
biotechnology = USER: βιοτεχνολογία, βιοτεχνολογίας, της βιοτεχνολογίας, τη βιοτεχνολογία, η βιοτεχνολογία

GT GD C H L M O
bird /bɜːd/ = NOUN: πουλί, πτηνό; USER: πουλί, πτηνό, πτηνών, πουλιών, των πτηνών

GT GD C H L M O
bit /bɪt/ = NOUN: κομμάτι, τρυπάνι, μικρό τεμάχιο, ψίχουλο, αιχμή εργαλείου, δυάδικο ψηφίο; VERB: χαλιναγωγώ; USER: κομμάτι, bit, λίγο, κάπως, μπιτ

GT GD C H L M O
black /blæk/ = NOUN: μαύρος, αράπης, Νέγρος; ADJECTIVE: μαύρος, σκοτεινός, μαυρισμένος, άσχημος, άγριος, δυσοίωνος; VERB: μουτζουρώνω, αμαυρώνω, δυσφημώ; USER: μαύρος, μαύρο, μαύρη, μαύρα, μαύρες

GT GD C H L M O
block /blɒk/ = NOUN: εμπόδιο, φραγμός, κώλυμα, πολυκατοικία, κορμός, οικοδομικό τετράγωνο, μεγάλο τούβλο, βάθρο, τροχαλία; VERB: εμποδίζω, κωλύω, φράσσω, παρεμποδίζω, φορμάρω; USER: μπλοκ, μπλοκάρουν, εμποδίσει, μπλοκάρει, εμποδίσουν

GT GD C H L M O
blocked /blɒk/ = VERB: εμποδίζω, κωλύω, φράσσω, παρεμποδίζω, φορμάρω; USER: μπλοκαριστεί, αποκλειστεί, μπλοκάρει, αποκλεισμένη, μπλοκάρεται

GT GD C H L M O
board /bɔːd/ = NOUN: επιτροπή, χαρτόνι, σανίδα, πινακίδα, κατάστρωμα, οικοτροφία, πλευρά πλοίου; VERB: επιβιβάζομαι, επιβαίνω, οικοτροφούμαι, οικοτροφώ, σανιδώνω; USER: χαρτόνι, επιτροπή, σανίδα, σκάφους, του σκάφους

GT GD C H L M O
boarding /ˈbɔː.dɪŋ/ = NOUN: επιβίβαση, σανίδες, οικοτροφία; USER: επιβίβαση, επιβίβασης, ενοικιαζόμενα, boarding, την επιβίβαση

GT GD C H L M O
boat /bəʊt/ = NOUN: σκάφος, βάρκα, πλοίο, καράβι, λέμβος, πλοιάριο; USER: βάρκα, σκάφος, πλοίο, καράβι, σκάφους

GT GD C H L M O
bod /bɒd/ = USER: Δ.Σ., ΔΣ, Διοικητικού Συμβουλίου, bod, Διοικητικό Συμβούλιο

GT GD C H L M O
body /ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα; USER: σώμα, σώματος, το σώμα, οργανισμό, οργανισμός, οργανισμός

GT GD C H L M O
bond /bɒnd/ = NOUN: δεσμός, ομολογία, εγγυητής; VERB: θέτω υπό εγγύηση, υποθηκεύω; USER: δεσμός, ομολογία, ομολόγων, δεσμό, δεσμού

GT GD C H L M O
bonds /bɒnd/ = NOUN: ομολογίες; USER: ομολογίες, ομόλογα, ομολόγων, δεσμούς, ομολογιών

GT GD C H L M O
book /bʊk/ = NOUN: βιβλίο; VERB: εγγράφω; USER: βιβλίο, Κάντε κράτηση, βιβλίου, το βιβλίο, κλείσετε, κλείσετε

GT GD C H L M O
booking /ˈbʊk.ɪŋ/ = NOUN: εγγραφή; USER: κρατήσεις, κράτησης, κράτηση, συχνές, κρατήσεις για

GT GD C H L M O
boot /buːt/ = NOUN: μπότα, παπούτσι, υπόδημα; VERB: κλωτσώ; USER: μπότα, εκκίνηση, εκκινήσετε, την εκκίνηση, εκκίνησης

GT GD C H L M O
borrow /ˈbɒr.əʊ/ = VERB: δανείζομαι; USER: δανειστώ, δανείζονται, δανειστούν, δανειστεί, δανείζεται

GT GD C H L M O
boss /bɒs/ = NOUN: αφεντικό, διευθυντής, εξέχων όγκος; VERB: διευθύνω; USER: αφεντικό, το αφεντικό, αφεντικού, αφεντικό του εαυτού, boss, boss

GT GD C H L M O
bot /bɒt/ = USER: bot, του bot, bot με, το bot

GT GD C H L M O
bots /bɒt/ = USER: bots, ρομπότ, bots για, τα bots

GT GD C H L M O
bottle /ˈbɒt.l̩/ = NOUN: φιάλη, μπουκάλι, μπουκαπόρτα, μποτιλιά; VERB: μποτιλιάρω; USER: μπουκάλι, φιάλη, φιάλης, φιαλών, μπουκαλιών

GT GD C H L M O
bottles /ˈbɒt.l̩/ = NOUN: φιάλη, μπουκάλι, μπουκαπόρτα, μποτιλιά; VERB: μποτιλιάρω; USER: μπουκάλια, φιάλες, φιαλών, μπουκαλιών, φιαλίδια

GT GD C H L M O
bottom /ˈbɒt.əm/ = NOUN: κάτω μέρος, πυθμένας, βάθος; USER: κάτω μέρος, πυθμένας, κάτω, πυθμένα, bottom

GT GD C H L M O
bought /bɔːt/ = ADJECTIVE: αγορασμένος; USER: αγόρασε, αγόρασαν, αγοραστεί, αγοράζονται, αγοράσει, αγοράσει

GT GD C H L M O
bourne /bôrn,bo͝orn/ = NOUN: όριο, τέρμα, προορισμός; USER: Bourne, Μπορν

GT GD C H L M O
box /bɒks/ = NOUN: κουτί, κιβώτιο, θεωρείο, κιβωτός, ράπισμα, κτύπημα; VERB: θέτω εις κιβώτιο, πυγμαχώ; USER: κουτί, κιβώτιο, πλαίσιο, παράθυρο, θέση

GT GD C H L M O
boxes /bɒks/ = NOUN: κουτί, κιβώτιο, θεωρείο, κιβωτός, ράπισμα, κτύπημα; VERB: θέτω εις κιβώτιο, πυγμαχώ; USER: κουτιά, κιβώτια, θέσεις, πλαίσια, κιβωτίων

GT GD C H L M O
brand /brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός; VERB: στιγματίζω; USER: μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, brand

GT GD C H L M O
brands /brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός; VERB: στιγματίζω; USER: μάρκες, σήματα, εμπορικά σήματα, σημάτων, φιρμών

GT GD C H L M O
brave /breɪv/ = ADJECTIVE: γενναίος, ανδρείος; NOUN: παλληκάρι; VERB: αψηφώ; USER: γενναίος, γενναίο, γενναία, γενναίοι, αντέξει

GT GD C H L M O
break /breɪk/ = NOUN: διακοπή, θραύση, διάσπαση; VERB: σπάζω, παραβιάζω, δαμάζω, ρηγνύω, θραύω; USER: διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσει, να σπάσει, να σπάσει

GT GD C H L M O
bring /brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω; USER: φέρω, φέρει, να, θέτουν, να φέρει

GT GD C H L M O
build /bɪld/ = VERB: οικοδομώ, κτίζω; USER: κατασκευή, οικοδομήσουμε, οικοδόμηση, την κατασκευή, οικοδομήσει

GT GD C H L M O
building /ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή; USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου

GT GD C H L M O
builds /bɪld/ = VERB: οικοδομώ, κτίζω; USER: χτίζει, κτίζει, κατασκευάζει, βασίζεται, στηρίζεται

GT GD C H L M O
built /ˌbɪltˈɪn/ = ADJECTIVE: χτίστηκε το; USER: χτισμένο, χτίστηκε, κατασκευαστεί, χτισμένη, κτισμένο

GT GD C H L M O
bunch /bʌntʃ/ = NOUN: δέσμη, τσαμπί, όγκος; VERB: δεματιάζω; USER: τσαμπί, δέσμη, μάτσο, σωρό, μπουκέτο

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
button /ˈbʌt.ən/ = NOUN: κουμπί, κομβίο; VERB: κουμπώνω; USER: κουμπί, πλήκτρο, το κουμπί, κουμπιού, κουμπιού

GT GD C H L M O
buttons /ˈbʌt.ən/ = NOUN: κουμπί, κομβίο; USER: κουμπιά, πλήκτρα, κουμπιών, τα κουμπιά, πλήκτρων

GT GD C H L M O
buy /baɪ/ = NOUN: αγορά, ψώνιο; VERB: αγοράζω; USER: αγορά, αγοράζω, αγοράσει, αγοράσετε, αγοράσουν, αγοράσουν

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
calendar /ˈkæl.ɪn.dər/ = NOUN: ημερολόγιο, καζαμίας; USER: ημερολόγιο, calendar, ημερολογιακό, ημερολογιακού, ημερολογίου

GT GD C H L M O
call /kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη; VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call

GT GD C H L M O
called /kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε

GT GD C H L M O
came /keɪm/ = USER: ήρθε, ήρθαν, προήλθε, κατέληξε, τέθηκε

GT GD C H L M O
camps /kæmp/ = NOUN: στρατόπεδο, κατασκήνωση; USER: στρατόπεδα, κατασκηνώσεις, καταυλισμούς, στρατοπέδων, καταυλισμών

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
card /kɑːd/ = NOUN: κάρτα, καρτέλα, καρτέλλα, τραπουλόχαρτο, δελτάριο, παιγνιόχαρτο; VERB: λαναρίζω, λαναρίζω μαλλιά, ξαίνω; USER: κάρτα, κάρτας, καρτών, κάρτες, της κάρτας

GT GD C H L M O
cards /kɑːd/ = NOUN: καρτέλλες; USER: κάρτες, καρτών, χαρτιά, φύλλα, τις κάρτες

GT GD C H L M O
carousels /ˌkær.əˈsel/ = NOUN: στροIιλο'ρόμιο; USER: καρουζέλ, απάτες πολλαπλής, καρουσέλ,

GT GD C H L M O
cars /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητα, τα αυτοκίνητα, αυτοκινήτων, αυτοκίνητα που, οχήματα

GT GD C H L M O
cart /kɑːt/ = NOUN: καροτσάκι, κάρο, χειράμαξα, μεταφέρω διά κάρου; VERB: κουβαλώ; USER: καλάθι, Διαχείριση

GT GD C H L M O
case /keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής; VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο; USER: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, προκειμένω, την περίπτωση

GT GD C H L M O
cases /keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής; VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο; USER: περιπτώσεις, υποθέσεις, περιπτώσεων, τις περιπτώσεις

GT GD C H L M O
cassis = USER: cassis, απόφαση Cassis, Κασίς, κασσία, Κασί,

GT GD C H L M O
categories /ˈkæt.ə.ɡri/ = NOUN: κατηγορία, τάξη; USER: κατηγορίες, κατηγοριών, τις κατηγορίες, κατηγορία

GT GD C H L M O
category /ˈkæt.ə.ɡri/ = NOUN: κατηγορία, τάξη; USER: κατηγορία, κατηγορίας, την κατηγορία, περιποίηση, της κατηγορίας

GT GD C H L M O
cater /ˈkeɪ.tər/ = VERB: προμηθεύω; USER: φροντίσει, καλύψουν, εξυπηρετούν, να καλύψουν, καλύψει

GT GD C H L M O
cats /kæt/ = NOUN: γάτα, γάτος; USER: γάτες, γατών, οι γάτες, γάτων, τις γάτες

GT GD C H L M O
caveat /ˈkæv.i.æt/ = NOUN: ανακοπή, ανακοπή δίκης; USER: ανακοπή, προειδοποίηση, περιοριστικός παράγοντας, ρήτρα που, περιοριστικός

GT GD C H L M O
cd /ˌsiːˈdiː/ = ABBREVIATION: CD, ψηφιακός δίσκος, συμπαγής δίσκος; USER: CD, γδ

GT GD C H L M O
cent /sent/ = NOUN: σεντ, εκατοστό του δολαρίου; USER: σεντ, εκατό, αι, λεπτά

GT GD C H L M O
ceo /ˌsiː.iːˈəʊ/ = USER: Διευθύνων Σύμβουλος, ceo, Διευθύνων Σύμβουλος της, CEO της, προϊστάμενος υπαλλήλων

GT GD C H L M O
certain /ˈsɜː.tən/ = ADJECTIVE: βέβαιος, ορισμένος, σίγουρος, κάποιος, ασφαλής; USER: ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένοι

GT GD C H L M O
chance /tʃɑːns/ = NOUN: ευκαιρία, πιθανότητα, τύχη, σύμπτωση; ADJECTIVE: τυχαίος; VERB: συμβαίνω, διακινδυνεύω; USER: ευκαιρία, πιθανότητα, τύχη, πιθανότητες, δυνατότητα

GT GD C H L M O
channel /ˈtʃæn.əl/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: κανάλι, δίαυλος, καναλιού, καναλιών, διαύλου

GT GD C H L M O
channels /ˈtʃæn.əl/ = NOUN: κανάλι, δίαυλος, μέσο, αγωγός, αυλάκι, πορθμός; VERB: αυλακώνω, μεταφέρω, διοχετεύω; USER: κανάλια, καναλιών, τα κανάλια, διαύλους, διαύλων

GT GD C H L M O
characters /ˈkær.ɪk.tər/ = NOUN: χαρακτήρας, προσωπικότητα, γράμμα, είδος, φήμη, ήρωας μυθιστορήματος; USER: χαρακτήρες, χαρακτήρων, τους χαρακτήρες, χαρακτήρες που

GT GD C H L M O
charge /tʃɑːdʒ/ = NOUN: χρέωση, επιβάρυνση, δαπάνη, κατηγορία, γόμωση, έξοδα, εποπτεία, επίθεση, μήνυση, φροντίδα, κηδεμονία; VERB: φορτίζω; USER: χρέωση, επιβάρυνση, δαπάνη, υπεύθυνος, επιφορτισμένες

GT GD C H L M O
chart /tʃɑːt/ = NOUN: διάγραμμα, πίνακας, λογιστικό σχέδιο, ναυτικός χάρτης, χάρτης υδρογραφικός, χαρτογραφία; VERB: χαρτογραφώ; USER: διάγραμμα, γράφημα, χαράξουμε, χαράξει, σχεδιάσει

GT GD C H L M O
charts /tʃɑːt/ = NOUN: διάγραμμα, πίνακας, λογιστικό σχέδιο, ναυτικός χάρτης, χάρτης υδρογραφικός, χαρτογραφία; VERB: χαρτογραφώ; USER: διαγράμματα, γραφήματα, charts, χάρτες, τα γραφήματα

GT GD C H L M O
chat /tʃæt/ = NOUN: κουβέντα, φιλική συζήτηση, ομιλία; VERB: συζητώ, κουβεντιάζω; USER: κουβέντα, συνομιλήσετε, συνομιλία, συνομιλίας, κάνει chat, κάνει chat

GT GD C H L M O
chatting /tʃæt/ = VERB: συζητώ, κουβεντιάζω; USER: κουβέντα, κουβεντιάζοντας, συζητάνε, chatting, κουβεντιάσει, κουβεντιάσει

GT GD C H L M O
check /tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση; VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω; USER: έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, check, ελέγξετε τη

GT GD C H L M O
checking /CHek/ = NOUN: έλεγχος, αναχαίτιση; USER: έλεγχος, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχοντας

GT GD C H L M O
checks /tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση; VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω; USER: ελέγχους, ελέγχων, έλεγχοι, επιταγές, τους ελέγχους

GT GD C H L M O
chi /tʃiː/ = USER: chi, τσι, χ

GT GD C H L M O
choose /tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, να επιλέξουν, επιλέξουν, επιλέγουν

GT GD C H L M O
chose /tʃəʊz/ = VERB: πνίγομαι, στραγγαλίζω, πνίγω, ασφυκτιώ; NOUN: εμφράκτης; USER: επέλεξε, επιλέξαμε, επέλεξαν, διάλεξε, επιλέξατε

GT GD C H L M O
claim /kleɪm/ = NOUN: αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση, διεκδίκηση; VERB: ισχυρίζομαι, διεκδικώ, απαιτώ, αξιώ; USER: αξίωση, ισχυρισμός, διεκδίκηση, απαίτηση, την αξίωση

GT GD C H L M O
claims /kleɪm/ = NOUN: αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση, διεκδίκηση; VERB: ισχυρίζομαι, διεκδικώ, απαιτώ, αξιώ; USER: αξιώσεις, απαιτήσεις, αξιώσεων, ισχυρισμούς, ισχυρισμοί

GT GD C H L M O
class /klɑːs/ = NOUN: κατηγορία, τάξη, κλάση, θέση; VERB: ταξινομώ, κατατάσσω; USER: κατηγορία, τάξη, κλάση, κατηγορίας, τάξης, τάξης

GT GD C H L M O
clearly /ˈklɪə.li/ = ADVERB: σαφώς, καθαρά, φανερά, ολοφάνερα; USER: σαφώς, καθαρά, σαφήνεια, με σαφήνεια, ξεκάθαρα, ξεκάθαρα

GT GD C H L M O
click /klɪk/ = NOUN: κλικ, χτύπος, ελαφρός κρότος; VERB: ταιριάζω, κροτώ; USER: κλικ, κάντε κλικ, πατήστε, κάντε κλικ στο, κάντε κλικ στο κουμπί

GT GD C H L M O
clicks /klɪk/ = NOUN: κλικ, χτύπος, ελαφρός κρότος; USER: κλικ, κάνει κλικ, κλικ του, μόνο κλικ, κλικ σε

GT GD C H L M O
client /ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, client

GT GD C H L M O
clients /ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, πελατών, τους πελάτες, στους πελάτες, οι πελάτες

GT GD C H L M O
close /kləʊz/ = ADVERB: κοντά, πλησίον; VERB: κλείνω, περατώνω, κλείω; NOUN: λήξη, τέλος, πέρας; ADJECTIVE: στενός, κλειστός, κοντινός, προσεκτικός, μεμονωμένος; USER: κοντά, κλείνω, κλείσει, κλείσετε, κλείστε

GT GD C H L M O
clusters /ˈklʌs.tər/ = NOUN: σύμπλεγμα, συστάδα, συγκρότημα, σμήνος, τσαμπί, άθροισμα, σωρός, μάτσο λουλούδια, σύμπλεγμα συμφώνου; USER: clusters, συστάδες, συμπλέγματα, ομίλων, συσπειρώσεων

GT GD C H L M O
cmos

GT GD C H L M O
cofounder /ˈkōˈfoundər,ˈkōˌfoun-/ = USER: συνιδρυτής

GT GD C H L M O
coincidental /kōˌinsəˈdentl/ = ADJECTIVE: συμπτωματικός, τυχαίος; USER: συμπτωματικός, τυχαίος, τυχαία, τυχαίο, συμπτωματική

GT GD C H L M O
collaborate /kəˈlæb.ə.reɪt/ = VERB: συνεργάζομαι, συνεργώ; USER: συνεργάζομαι, συνεργάζονται, συνεργαστούν, συνεργάζεται, συνεργαστεί

GT GD C H L M O
collaboration /kəˌlæb.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: συνεργασία, σύμπραξη; USER: συνεργασία, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, σύμπραξη

GT GD C H L M O
color /ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρώμα, χρώμα, χρωματισμός, χρωματισμός, μπογιά, μπογιά, σημαία, σημαία; ADJECTIVE: χρωματικός, χρωματικός; VERB: χρωματίζω, χρωματίζω, βάφω, βάφω, παίρνω χρώμα, παίρνω χρώμα; USER: χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη

GT GD C H L M O
colors /ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρωματιστά; USER: χρώματα, χρωμάτων, τα χρώματα, χρώμα

GT GD C H L M O
com /ˌdɒtˈkɒm/ = USER: com, gr Το, ΚΟΑ

GT GD C H L M O
combination /ˌkɒm.bɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: μάχη, πάλη, αγών; VERB: μάχομαι, πολεμώ; USER: συνδυασμός, συνδυασμό, συνδυασμού, ο συνδυασμός

GT GD C H L M O
come /kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω; ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός; USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν

GT GD C H L M O
comes /kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά

GT GD C H L M O
coming /ˈkʌm.ɪŋ/ = NOUN: ερχομός, έλευση; ADJECTIVE: ερχόμενος; USER: έλευση, έρχονται, προέρχονται, έρχεται, που προέρχονται

GT GD C H L M O
comment /ˈkɒm.ent/ = NOUN: σχόλιο, παρατήρηση; VERB: σχολιάζω; USER: σχόλιο, ένα σχόλιο, σχολιάσει, σχολιάσετε, παρατηρήσεις

GT GD C H L M O
commerce /ˈkɒm.ɜːs/ = NOUN: εμπόριο; USER: εμπόριο, Εμπορίου, Commerce, εμπορικά, το εμπόριο

GT GD C H L M O
communicated /kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω; USER: κοινοποιούνται, γνωστοποιούνται, κοινοποιείται, ανακοινώνονται, κοινοποιηθεί

GT GD C H L M O
companies /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών

GT GD C H L M O
companion /kəmˈpæn.jən/ = NOUN: σύντροφος, συνοδός, ταίρι, φίλος, οδηγός εγχειρίδιο; USER: σύντροφος, συνοδός, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
competition /ˌkɒm.pəˈtɪʃ.ən/ = NOUN: ανταγωνισμός, συναγωνισμός, αγώνας, άμιλλα, αγώνισμα, συνάντηση; USER: ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, τον ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού

GT GD C H L M O
complete /kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός; VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω; USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε

GT GD C H L M O
completely /kəmˈpliːt.li/ = ADVERB: εντελώς, τελείως, ολότελα; USER: εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη

GT GD C H L M O
complex /ˈkɒm.pleks/ = NOUN: συγκρότημα, σύμπλεγμα, κόμπλεξ; ADJECTIVE: πολύπλοκος, σύνθετος, σύμπλοκος, πολυσύνθετος; USER: συγκρότημα, σύμπλεγμα, πολύπλοκος, σύνθετος, πολύπλοκες

GT GD C H L M O
computers /kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής; USER: υπολογιστές, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, υπολογιστών, ηλεκτρονικών υπολογιστών, ηλεκτρονικοί υπολογιστές

GT GD C H L M O
concierge /ˌkɒn.siˈeəʒ/ = NOUN: θυρωρός; USER: θυρωρός, υπάλληλος υποδοχής, θυρωρείου, θυρωρού, concierge

GT GD C H L M O
conditions /kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: συνθήκες, περιστάσεις; USER: συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών, συνθηκών

GT GD C H L M O
conference /ˈkɒn.fər.əns/ = NOUN: διάσκεψη, συνδιάσκεψη, σύσκεψη; USER: διάσκεψη, συνδιάσκεψη, συνέδριο, συνέντευξη, διάσκεψης

GT GD C H L M O
configure /kənˈfɪɡ.ər/ = USER: ρυθμίσετε, διαμορφώσετε, να ρυθμίσετε, ρυθμίσετε το, διαμόρφωση

GT GD C H L M O
configuring /kənˈfɪɡ.ər/ = USER: ρύθμιση, τη διαμόρφωση, διαμόρφωση, τη ρύθμιση, ρύθμιση του

GT GD C H L M O
connected /kəˈnek.tɪd/ = ADJECTIVE: συνδεδεμένος; USER: συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί

GT GD C H L M O
connection /kəˈnek.ʃən/ = NOUN: σύνδεση, σχέση, ανταπόκριση, συγγένεια, θρησκευτική κοινότητα, πελατεία; USER: σύνδεση, σχέση, σύνδεσης, πλαίσιο, σύνδεση στο

GT GD C H L M O
connections /kəˈnek.ʃən/ = NOUN: σύνδεση, σχέση, ανταπόκριση, συγγένεια, θρησκευτική κοινότητα, πελατεία; USER: συνδέσεις, συνδέσεων, τις συνδέσεις, συνδέσεις με, σύνδεση

GT GD C H L M O
consistent /kənˈsɪs.tənt/ = ADJECTIVE: συνεπής, σταθερός; USER: συνεπής, συνεπή, συνάδει, συνεπείς, σύμφωνη

GT GD C H L M O
consumer /kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής; USER: καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτικών

GT GD C H L M O
consumers /kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής; USER: καταναλωτές, τους καταναλωτές, καταναλωτών, οι καταναλωτές, των καταναλωτών

GT GD C H L M O
contact /ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία; VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν; USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με

GT GD C H L M O
content /kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, ευχαρίστηση; ADJECTIVE: ικανοποιημένος, ευχαριστημένος; VERB: ευχαριστώ, ικανοποιώ; USER: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, περιεχομένου, περιεκτικότητα σε, το περιεχόμενο

GT GD C H L M O
context /ˈkɒn.tekst/ = NOUN: συμφραζόμενα, γενικό πλαίσιο, συναφής έκφραση; USER: συμφραζόμενα, πλαίσιο, πλαίσια, πλαίσιο αυτό, πλαισίου

GT GD C H L M O
contextual /kənˈtek.stju.əl/ = ADJECTIVE: συναφής; USER: συναφής, Εξειδικευμένης, συμφραζόμενα, στα συμφραζόμενα, τα συμφραζόμενα

GT GD C H L M O
continue /kənˈtɪn.juː/ = VERB: συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι; USER: να συνεχίσει, συνεχίσει, συνεχίζουν, συνεχίσετε, συνεχίσουν, συνεχίσουν

GT GD C H L M O
continues /kənˈtɪn.juː/ = USER: συνεχίζεται, συνεχίζει, εξακολουθεί, συνεχίσει, συνεχιστεί

GT GD C H L M O
continuing /kənˈtɪn.juː/ = VERB: συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι; USER: συνεχίζοντας, συνεχιζόμενη, συνεχίζει, συνέχιση, συνεχή

GT GD C H L M O
control /kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης; VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω; USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει

GT GD C H L M O
convergence /kənˈvɜːdʒ/ = NOUN: σύγκλιση; USER: σύγκλιση, σύγκλισης, τη σύγκλιση, σύγκλισης που, της σύγκλισης

GT GD C H L M O
conversation /ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη; USER: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνομιλίας, συζήτησης, συζήτησης

GT GD C H L M O
conversational /ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: ομιλητικός, καθομιλούμενος, ομιλούμενος; USER: ομιλητικός, συνομιλητικό, συνομιλίας, συνομιλητική, συνδιάλεξης

GT GD C H L M O
conversations /ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη; USER: συνομιλίες, συζητήσεις, συνομιλιών, τις συνομιλίες, συζητήσεων

GT GD C H L M O
conversion /kənˈvɜː.ʃən/ = NOUN: μετατροπή, προσηλυτισμός, αλλαγή θρησκεύματος, προσηλύτιση, σφετερισμός; USER: μετατροπή, μετατροπής, τη μετατροπή, μετατροπής που, μετατροπών

GT GD C H L M O
core /kɔːr/ = NOUN: πυρήνας, καρδιά, κέντρο, πυρήν, κουκούτσι; VERB: ξεκουκιάζω; USER: πυρήνας, πυρήνα, βασικές, βασικών, βασική

GT GD C H L M O
corporate /ˈkɔː.pər.ət/ = ADJECTIVE: εταιρικός, συντεχνιακός, συλλογικός, συνεταιρικός, συσσωματωμένος, ηνωμένος, σωματειακός; USER: εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική

GT GD C H L M O
cost /kɒst/ = NOUN: κόστος, τιμή, δαπάνη, τίμημα, έξοδο; VERB: κοστίζω, στοιχίζω, κοστολογώ; USER: κόστος, κοστίσει, κοστίζουν, κοστίζει, κόστους

GT GD C H L M O
costly /ˈkɒst.li/ = ADJECTIVE: δαπανηρός, ακριβός, πολυδάπανος; USER: δαπανηρός, δαπανηρή, δαπανηρές, δαπανηρό, δαπανηρά

GT GD C H L M O
costs /kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα; USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες

GT GD C H L M O
could /kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε

GT GD C H L M O
coupon /ˈkuː.pɒn/ = NOUN: κουπόνι, τοκομερίδιο, δελτίο, απόκομμα, τομομερίδιο; USER: κουπόνι, τοκομερίδιο, κουπονιού, τοκομεριδίου, τοκομεριδίων

GT GD C H L M O
course /kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό; VERB: τρέχω, κυνηγώ; USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια

GT GD C H L M O
covers /ˈkʌv.ər/ = NOUN: κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, σκέπασμα, στέγη; VERB: καλύπτω, σκεπάζω, κρύβω, σκεπώ; USER: καλύπτει, καλύπτει τις, καλύπτει το, καλύπτουν, αφορά

GT GD C H L M O
crazy /ˈkreɪ.zi/ = ADJECTIVE: τρελός, παλαβός; USER: τρελός, τρελό, τρελή, τρελά, τρελοί

GT GD C H L M O
create /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει

GT GD C H L M O
created /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: Δημιουργία, δημιουργήθηκε, δημιουργείται, δημιουργούνται, δημιούργησε, δημιούργησε

GT GD C H L M O
credit /ˈkred.ɪt/ = NOUN: πίστωση, πίστη, έπαινος, υπόληψη, πεποίθηση, βερεσές, τιμή; VERB: πιστώνω, δίνω πίστωση, πιστεύω; USER: πίστωση, πίστη, πιστωτική, πιστωτικών, πιστωτικές

GT GD C H L M O
crm = USER: CRM, crm Στην, ΣΔΔ

GT GD C H L M O
curate /ˈkjʊə.rət/ = NOUN: βοηθός ιερέα; USER: βοηθός ιερέα, εφημέριου, επιμεληθούν, επιμελούνται, curate

GT GD C H L M O
custom /ˈkʌs.təm/ = NOUN: έθιμο, συνήθεια, έθος; USER: έθιμο, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα

GT GD C H L M O
customer /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών

GT GD C H L M O
customers /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών

GT GD C H L M O
customizable /ˈkʌstəmaɪzəbl/ = USER: προσαρμόσιμη, προσαρμόσιμο, προσαρμόσιμες, παραμετροποιήσιμο, προσαρμόσιμα

GT GD C H L M O
d /əd/ = NOUN: ρε; USER: δ, d, Α, ϋ, ά

GT GD C H L M O
dad /dæd/ = NOUN: μπαμπάς, παπάκης; USER: μπαμπάς, μπαμπά, ο μπαμπάς, τον μπαμπά, πατέρα

GT GD C H L M O
daily /ˈdeɪ.li/ = ADVERB: καθημερινά; ADJECTIVE: ημερήσιος, καθημερινός; NOUN: καθημερινή εφημερίδα; USER: καθημερινά, καθημερινός, ημερήσιος, καθημερινή, ημερήσια

GT GD C H L M O
data /ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο; USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα

GT GD C H L M O
date /deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα; VERB: χρονολογώ, δίνω συνέντευξη, κλείνω ραντεβού; USER: ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, ημερομηνία κατά, ημερομηνία που

GT GD C H L M O
dates /deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα; USER: ημερομηνίες, ημερομηνιών, τις ημερομηνίες, ημερομηνίες που

GT GD C H L M O
day /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών

GT GD C H L M O
dead /ded/ = ADJECTIVE: νεκρός, πεθαμένος, ψόφιος, χαμός, σβησμένος, απόλυτος; USER: νεκρός, νεκρών, νεκρό, νεκρά, νεκρούς, νεκρούς

GT GD C H L M O
december /dɪˈsem.bər/ = NOUN: Δεκέμβριος; USER: Δεκέμβριος, Δεκ., Δεκέμβρης, Δεκέμβριο, Δεκ

GT GD C H L M O
decide /dɪˈsaɪd/ = VERB: αποφασίζω, κρίνω, καθορίζω, αποφαίνομαι; USER: αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, να αποφασίσει, αποφασίσουν, αποφασίσουν

GT GD C H L M O
decided /dɪˈsaɪ.dɪd/ = ADJECTIVE: αποφασισμένος, αποφασιστικός, αναμφισβήτητος, ξεκάθαρος; USER: αποφάσισε, αποφάσισε να, αποφασιστεί, αποφάσισαν, αποφασίστηκε

GT GD C H L M O
decision /dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση; USER: απόφαση, απόφασης, αποφάσεως, αποφάσεων, απόφασή

GT GD C H L M O
decisions /dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση; USER: αποφάσεις, αποφάσεων, οι αποφάσεις, τις αποφάσεις, αποφάσεις που

GT GD C H L M O
deep /diːp/ = ADJECTIVE: βαθύς; USER: βαθύς, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές

GT GD C H L M O
deeply /ˈdiːp.li/ = ADVERB: βαθιά, βαθέως; USER: βαθιά, βαθύτατα, βαθειά, τη βαθιά, βάθος

GT GD C H L M O
definition /ˌdef.ɪˈnɪʃ.ən/ = NOUN: ορισμός, σαφήνεια, καθαρότητα; USER: ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, ευκρίνειας

GT GD C H L M O
delay /dɪˈleɪ/ = NOUN: καθυστέρηση, αναβολή, επιβράδυνση, χρονοτριβή, αργοπορία; VERB: καθυστερώ, επιβραδύνω, χρονοτριβώ, αναβάλλω, αργοπορώ; USER: καθυστέρηση, καθυστερήσει, καθυστερήσουν, να καθυστερήσει, καθυστερούν

GT GD C H L M O
delight /dɪˈlaɪt/ = NOUN: απόλαυση, χαρά, τέρψη, μεγάλη ευχαρίστηση, ηδονή; VERB: χαίρομαι, ευχαριστιέμαι, ηδονίζομαι; USER: απόλαυση, χαρά, τέρψη, ευχαριστήσει, ενθουσιάσει

GT GD C H L M O
deliver /dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω; NOUN: διανομέας, λυτρότητα; USER: παραδώσει, διατυπώνει, παράδοση, παραδίδουν, παρέχουν

GT GD C H L M O
demo /ˈdem.əʊ/ = NOUN: διαδήλωση; USER: διαδήλωση, demo, επίδειξης, δοκιμαστική, επίδειξη

GT GD C H L M O
demos /ˈdem.əʊ/ = NOUN: διαδήλωση; USER: demos, επιδείξεις, δήμος, δήμο, δήμου

GT GD C H L M O
deployed /dɪˈplɔɪ/ = VERB: παρατάσσω, αναπτύσσω; USER: αναπτυχθεί, αναπτύσσονται, έχουν αναπτυχθεί, αναπτύσσεται, αναπτυχθούν

GT GD C H L M O
deposit /dɪˈpɒz.ɪt/ = NOUN: κατάθεση, προκαταβολή, καταβολή, κοίτασμα, ίζημα, κατάθεση χρημάτων, παράβολο, εναπόθεμα, καπάρο; VERB: καταθέτω, δίνω εγγύηση, προκαταβάλλω; USER: κατάθεση, προκαταβολή, Χρηματοκιβώτιο, καταθέσεων, κατάθεσης

GT GD C H L M O
design /dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση

GT GD C H L M O
designed /dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω; USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη

GT GD C H L M O
designs /dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα; USER: σχέδια, τα σχέδια, σχεδίων, σχεδιάζει, σχέδιά

GT GD C H L M O
details /ˈdiː.teɪl/ = NOUN: καθέκαστα, μικροπράματα; USER: λεπτομέρειες, στοιχεία, στοιχείων, πληροφορίες, στοιχείων της, στοιχείων της

GT GD C H L M O
development /dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση; USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης

GT GD C H L M O
device /dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι; USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης

GT GD C H L M O
dialogue /ˈdaɪ.ə.lɒɡ/ = NOUN: διάλογος; USER: διάλογος, διαλόγου, διάλογο, του διαλόγου, ο διάλογος

GT GD C H L M O
dictate /dɪkˈteɪt/ = NOUN: υπαγόρευση, προσταγή, διαταγή; VERB: υπαγορεύω, προστάζω, διατάσσω; USER: υπαγόρευση, υπαγορεύουν, υπαγορεύσει, υπαγορεύει, επιβάλλουν

GT GD C H L M O
did /dɪd/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: έκανε, έκαναν, το έκανε, ήταν, έκανα, έκανα

GT GD C H L M O
difference /ˈdɪf.ər.əns/ = NOUN: διαφορά, διαφωνία; USER: διαφορά, διαφοράς, διαφορές, διαφορετική, διαφορετική

GT GD C H L M O
different /ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος; USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων

GT GD C H L M O
difficult /ˈdɪf.ɪ.kəlt/ = ADJECTIVE: δύσκολος; USER: δύσκολος, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, δύσκολες, δύσκολες

GT GD C H L M O
difficulties /ˈdifikəltē/ = NOUN: δυσκολία; USER: δυσκολίες, δυσκολιών, δυσχέρειες, τις δυσκολίες, δυσκολίες που

GT GD C H L M O
dimensions /ˌdaɪˈmen.ʃən/ = NOUN: διάσταση, μέγεθος; USER: διαστάσεις, διαστάσεων, τις διαστάσεις, οι διαστάσεις, διάσταση

GT GD C H L M O
dinner /ˈdɪn.ər/ = NOUN: δείπνο; USER: δείπνο, βραδινό, το δείπνο, γεύμα, δείπνου

GT GD C H L M O
director /daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος; USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη

GT GD C H L M O
directory /dɪˈrek.tər.i/ = NOUN: τηλεφωνικός κατάλογος, διευθηντήριο, κατάλογος ονομάτων με διευθύνσεις; USER: Κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, directory, ευρετηρίου

GT GD C H L M O
disclose /dɪˈskləʊz/ = VERB: αποκαλύπτω, φανερώνω; USER: αποκαλύπτουν, γνωστοποιεί, αποκαλύπτει, γνωστοποιήσει, αποκαλύψει

GT GD C H L M O
discovery /dɪˈskʌv.ər.i/ = NOUN: ανακάλυψη, ανεύρεση, εξεύρεση; USER: ανακάλυψη, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, αποκάλυψη

GT GD C H L M O
discussion /dɪˈskʌʃ.ən/ = NOUN: συζήτηση; USER: συζήτηση, συζήτησης, συζητήσεις, συζητήσεων, τη συζήτηση

GT GD C H L M O
distinct /dɪˈstɪŋkt/ = ADJECTIVE: σαφής, ευδιάκριτος, ξεχωριστός, ευκρινής; USER: σαφής, ξεχωριστή, διαφορετικές, διακριτές, διακριτή

GT GD C H L M O
distributed /dɪˈstrɪb.juːt/ = VERB: διανέμω, μοιράζω; USER: διανέμονται, διανέμεται, κατανέμεται, διανεμηθεί, διανεμήθηκε

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
does /dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει

GT GD C H L M O
doesn /ˈdʌz.ənt/ = USER: doesn, Δεν έχει

GT GD C H L M O
dogs /dɒn/ = NOUN: σκυλί, σκύλος, κύων; USER: σκύλους, σκύλοι, σκυλιά, σκύλων, τα σκυλιά

GT GD C H L M O
doing /ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο; ADJECTIVE: πράττων; USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
dollars /ˈdɒl.ər/ = NOUN: δολάριο; USER: δολάρια, δολαρίων, ΗΠΑ, δολάρια για

GT GD C H L M O
domain /dəˈmeɪn/ = NOUN: πεδίο ορισμού, κτήση, κυριότητα, κτήματα, διεύθυνση Διαδικτύου; USER: τομέα, τομέας, περιοχή, πεδίο, χώρου

GT GD C H L M O
domains /dəˈmeɪn/ = NOUN: πεδίο ορισμού, κτήση, κυριότητα, κτήματα, διεύθυνση Διαδικτύου; USER: domains, τομείς, τομέων, περιοχές, πεδία

GT GD C H L M O
don /dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος; USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά

GT GD C H L M O
done /dʌn/ = ADJECTIVE: γινώμενος, καμωμένος; USER: γίνεται, γίνει, κάνει, γίνονται, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
dot /dɒt/ = NOUN: τελεία, κουκκίδα, στιγμή, προίκα, σημείο στίξης; VERB: στίζω; USER: τελεία, κουκκίδα, dot, κουκίδα, κουκκίδων

GT GD C H L M O
doubt /daʊt/ = VERB: αμφιβάλλω; NOUN: αμφιβολία; USER: αμφιβάλλω, αμφιβολία, αμφιβάλλουν, αμφιβάλλει, αμφιβολίες

GT GD C H L M O
down /daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω; NOUN: χνούδι, πούπουλο; USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται

GT GD C H L M O
draw /drɔː/ = NOUN: κλήρωση, ισοπαλία; VERB: ζωγραφίζω, σχεδιάζω, σύρω, τραβώ, ελκύω; USER: κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, επιστήσει, επιστήσω την

GT GD C H L M O
drill /drɪl/ = NOUN: τρυπάνι, δράπανο, άσκηση, αυλάκι για σπορά, χοντρό ύφασμα; VERB: γυμνάζω, γυμνάζομαι, ασκώ, τρυπώ, τρυπανίζω; USER: τρυπάνι, διάνοιξη, ανοίξτε, τρυπήστε, τρυπήσετε

GT GD C H L M O
drive /draɪv/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω; NOUN: αμαξοπορεία; USER: οδηγώ, οδήγησης, οδηγείτε, οδηγεί, οδηγούν, οδηγούν

GT GD C H L M O
driven /ˈdrɪv.ən/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω; USER: οδηγείται, με γνώμονα, οδηγούνται, καθοδηγείται, κινούνται

GT GD C H L M O
driver /ˈdraɪ.vər/ = NOUN: οδηγός; USER: οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης

GT GD C H L M O
drives /ˈdraɪ.vər/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω; NOUN: αμαξοπορεία; USER: Δίσκοι, drives, μονάδες, δίσκους, κάλλους

GT GD C H L M O
drop /drɒp/ = NOUN: πτώση, σταγόνα; VERB: ρίχνω, στάζω, σταλάζω, πίπτω, αφήνω να πέσει; USER: πτώση, σταγόνα, μειωθεί, πέσει, drop

GT GD C H L M O
dropped /drɒp/ = VERB: ρίχνω, στάζω, σταλάζω, πίπτω, αφήνω να πέσει; USER: μειώθηκε, έπεσε, μειώθηκαν, πέσει, έπεσαν

GT GD C H L M O
e /iː/ = NOUN: μι; USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό

GT GD C H L M O
each /iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας; USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα

GT GD C H L M O
early /ˈɜː.li/ = ADVERB: νωρίς, από νωρίς; ADJECTIVE: πρώιμος, πρόωρος; USER: νωρίς, από νωρίς, αρχές, αρχές του, έγκαιρη, έγκαιρη

GT GD C H L M O
easily /ˈiː.zɪ.li/ = ADVERB: εύκολα; USER: εύκολα, εύκολα να, εύκολα την, εύκολη, εύκολα θα, εύκολα θα

GT GD C H L M O
editorially /ˌed.ɪˈtɔː.ri.ə.laɪz/ = USER: συντακτική, συντακτική άποψη, από συντακτική, από συντακτική άποψη, βελτιώθηκε από συντακτική,

GT GD C H L M O
effect /ɪˈfekt/ = NOUN: αποτέλεσμα, επίδραση, δράση, ενέργεια, πράξη, εφφέ, εντύπωση, σκοπός; VERB: κατορθώνω, επιτελώ; USER: αποτέλεσμα, επίδραση, δράση, ισχύος, ισχύ

GT GD C H L M O
effectively /ɪˈfek.tɪv.li/ = USER: αποτελεσματικά, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, ουσιαστικά, αποτελεσματικότερα, αποτελεσματικότερα

GT GD C H L M O
either /ˈaɪ.ðər/ = CONJUNCTION: είτε; PRONOUN: εκάτερος, είτε ο ένας είτε ο άλλος; USER: είτε, ούτε, είτε να

GT GD C H L M O
email /ˈiː.meɪl/ = USER: e-mail, email, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ταχυδρομείου, ταχυδρομείου

GT GD C H L M O
embrace /ɪmˈbreɪs/ = VERB: αγκαλιάζω, εναγκαλίζομαι; NOUN: εναγκαλισμός, περίπτυξη; USER: αγκαλιάζω, αγκαλιάσει, αγκαλιάζουν, αγκαλιάσουν, αγκαλιά

GT GD C H L M O
emotional /ɪˈməʊ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: ευαίσθητος, ευσυγκίνητος, συγκινητικός; USER: συναισθηματική, συναισθηματικό, συναισθηματικής, συναισθηματικές, συναισθηματικά

GT GD C H L M O
employee /ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος; USER: υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο

GT GD C H L M O
enable /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε

GT GD C H L M O
enabled /ɪˈneɪ.bl̩d/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: ενεργοποιημένη, ενεργοποιημένο, ενεργοποιηθεί, επέτρεψε, δυνατότητα

GT GD C H L M O
enables /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: επιτρέπει, δίνει τη δυνατότητα, επιτρέπει την, δυνατότητα, δίνει

GT GD C H L M O
end /end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε; VERB: τελειώνω, περατώνω; USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό

GT GD C H L M O
ends /end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε; VERB: τελειώνω, περατώνω; USER: τελειώνει, άκρα, καταλήγει, λήγει, ολοκληρώνεται

GT GD C H L M O
engagement /enˈgājmənt/ = NOUN: σύμπλεξη, συμπλοκή, αρραβώνες, μνηστεία, ασχολία, υπόσχεση; USER: σύμπλεξη, δέσμευση, εμπλοκή, αρραβώνων, εμπλοκής

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
enhances /ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω; USER: ενισχύει, βελτιώνει, ενισχύει την, αυξάνει, βελτιώνει την

GT GD C H L M O
enough /ɪˈnʌf/ = ADVERB: αρκετά; ADJECTIVE: αρκετός, κάμποσος; USER: αρκετά, αρκετός, αρκετό, αρκετή, αρκεί, αρκεί

GT GD C H L M O
ensure /ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι; USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει

GT GD C H L M O
enter /ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω; USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε

GT GD C H L M O
entering /ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω; USER: εισέρχονται, εισέρχεται, που εισέρχονται, είσοδο, την είσοδο

GT GD C H L M O
enterprise /ˈen.tə.praɪz/ = NOUN: επιχείρηση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, επιχείρησης, των επιχειρήσεων, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
enterprises /ˈen.tə.praɪz/ = NOUN: επιχείρηση; USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, οι επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
entertainment /ˌentərˈtānmənt/ = NOUN: ψυχαγωγία, διασκέδαση; USER: ψυχαγωγία, διασκέδαση, ψυχαγωγίας, Entertainment, διασκέδασης, διασκέδασης

GT GD C H L M O
entropy /ˈentrəpē/ = USER: εντροπία, εντροπίας, η εντροπία, της εντροπίας, την εντροπία"

GT GD C H L M O
equal /ˈiː.kwəl/ = ADJECTIVE: ίσος; VERB: ισοφαρίζω, ισώνω, ισούμαι, είμαι ίσον; USER: ίσος, ίση, ίσης, ίσο, ίσες

GT GD C H L M O
essentially /ɪˈsen.ʃəl.i/ = USER: κατ 'ουσίαν, ουσιαστικά, ουσίαν, κυρίως

GT GD C H L M O
etc /ɪt.ˈset.ər.ə/ = ADVERB: και τα λοιπά; USER: κλπ, κλπ., κ.λπ., etc, κτλ, κτλ

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
evening /ˈiːv.nɪŋ/ = NOUN: απόγευμα, εσπέρα; ADJECTIVE: βραδιάτικος; USER: απόγευμα, βράδυ, το βράδυ, βραδιά, βραδινό, βραδινό

GT GD C H L M O
ever /ˈev.ər/ = ADVERB: πάντα, πάντοτε, καμιά φορά, ενίοτε; USER: πάντα, ποτέ, συνεχώς, ολοένα, όλο, όλο

GT GD C H L M O
every /ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος; USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά

GT GD C H L M O
everybody /ˈev.riˌbɒd.i/ = PRONOUN: όλοι, πάντες; USER: όλοι, πάντες, όλους, καθένας, ο καθένας, ο καθένας

GT GD C H L M O
everyday /ˈev.ri.deɪ/ = ADJECTIVE: καθημερινός; USER: καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, καθημερινής, καθημερινές

GT GD C H L M O
everyone /ˈev.ri.wʌn/ = PRONOUN: καθένας, όλοι; USER: όλοι, καθένας, όλους, ο καθένας, καθένα, καθένα

GT GD C H L M O
everything /ˈev.ri.θɪŋ/ = PRONOUN: πάντα, καθετί; USER: πάντα, τα πάντα, όλα, ό, ό

GT GD C H L M O
evolution /ˌiː.vəˈluː.ʃən/ = NOUN: εξέλιξη; USER: εξέλιξη, εξέλιξης, την εξέλιξη, η εξέλιξη, εξελίξεις

GT GD C H L M O
evolve /ɪˈvɒlv/ = VERB: αναπτύσσω, εκτυλίσσομαι; USER: εξελιχθούν, εξελίσσονται, εξελίσσεται, εξελιχθεί, να εξελιχθεί

GT GD C H L M O
evolved /ɪˈvɒlvd/ = VERB: αναπτύσσω, εκτυλίσσομαι; USER: εξελίχθηκε, εξελίχθηκαν, εξελιχθεί, εξέλιξη, έχουν εξελιχθεί

GT GD C H L M O
exactly /ɪɡˈzækt.li/ = ADVERB: ακριβώς; USER: ακριβώς, επακριβώς, ακριβώς το, ακρίβεια, είναι ακριβώς, είναι ακριβώς

GT GD C H L M O
example /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος

GT GD C H L M O
examples /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παραδείγματα, παραδειγμάτων, τα παραδείγματα, παραδείγματα που, δείγματα

GT GD C H L M O
except /ɪkˈsept/ = PREPOSITION: εκτός, πλην; USER: εκτός, πλην, εκτός από, εξαίρεση, με εξαίρεση

GT GD C H L M O
excited /ɪkˈsaɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: ερεθισμένος; USER: ερεθισμένος, ενθουσιασμένοι, ενθουσιασμένος, συγκινημένος, ενθουσιασμένη

GT GD C H L M O
exciting /ɪkˈsaɪ.tɪŋ/ = ADJECTIVE: συναρπαστικός, ερεθιστικός, παρακινητικός; USER: συναρπαστικός, συναρπαστικό, συναρπαστική, συναρπαστικές, συναρπαστικά

GT GD C H L M O
exclusively /ikˈsklo͞osəvlē/ = USER: αποκλειστικά, αποκλειστικά και μόνο, αποκλειστικώς, μόνο, αποκλειστική

GT GD C H L M O
exist /ɪɡˈzɪst/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι; USER: υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν

GT GD C H L M O
existing /ɪɡˈzɪs.tɪŋ/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι; USER: υφιστάμενες, υπάρχουσες, υπάρχοντα, υφιστάμενα, υφιστάμενων

GT GD C H L M O
expense /ɪkˈspens/ = NOUN: δαπάνη, έξοδο; USER: δαπάνη, έξοδο, βάρος, έξοδα, εξόδων

GT GD C H L M O
expensed /ɪkˈspens/ = USER: εξο'οποιούνται, καταχωρούνται, καταχωρηθεί, αναiνωρίζονται στην, εξο'οποιηθεί,

GT GD C H L M O
expenses /ɪkˈspens/ = NOUN: έξοδα, έμμεσα έξοδα; USER: έξοδα, δαπάνες, εξόδων, δαπανών, τα έξοδα

GT GD C H L M O
expensing /ɪkˈspens/ = USER: εξο'οποίηση, στα έξο'α, εξο'οποίησης, έξο'ο του, αναiνώρισης σαν έξο'ο,

GT GD C H L M O
experience /ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική; VERB: λαμβάνω πείρα; USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών

GT GD C H L M O
experiences /ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική; VERB: λαμβάνω πείρα; USER: εμπειρίες, εμπειρία, εμπειριών, την εμπειρία, τις εμπειρίες

GT GD C H L M O
expertise /ˌek.spɜːˈtiːz/ = NOUN: πραγματογνωμοσύνη; USER: πραγματογνωμοσύνη, εμπειρογνωμοσύνη, εμπειρογνωμοσύνης, εμπειρία, τεχνογνωσία

GT GD C H L M O
extending /ɪkˈstend/ = VERB: επεκτείνω, παρατείνω, εκτείνω, τείνω, εκτείνομαι; USER: επέκταση, παράταση, εκτείνεται, την επέκταση, την παράταση

GT GD C H L M O
eye /aɪ/ = NOUN: μάτι, οφθαλμός; VERB: παρατηρώ; USER: μάτι, ματιών, μάτια, τα μάτια, ματιού

GT GD C H L M O
facilitate /fəˈsɪl.ɪ.teɪt/ = VERB: διευκολύνω, ευκολύνω; USER: διευκολύνουν, διευκολυνθεί, διευκολυνθεί η, διευκολύνει, διευκόλυνση

GT GD C H L M O
fact /fækt/ = NOUN: γεγονός, δεδομένο; USER: γεγονός, πραγματικότητα, γεγονότος, Πράγματι, το γεγονός, το γεγονός

GT GD C H L M O
fall /fɔːl/ = NOUN: πτώση, φθινόπωρο, άλωση, πέσιμο; VERB: πέφτω; USER: πτώση, εμπίπτουν, πέσει, εμπίπτει, πέφτουν

GT GD C H L M O
familiar /fəˈmɪl.i.ər/ = ADJECTIVE: οικείος, συνήθης; USER: οικείος, εξοικειωμένοι, γνωστό, οικεία, οικείο, οικείο

GT GD C H L M O
fan /fæn/ = NOUN: ανεμιστήρας, θαυμαστής, φτερωτή, θιασώτης, βενταλιά, όμιλος θαυμαστών; VERB: αναρριπίζω; USER: ανεμιστήρας, ανεμιστήρα, Βεντάλια, Fan, οπαδός

GT GD C H L M O
fandango /fænˈdæŋ.ɡəʊ/ = USER: Fandango, το Fandango, του Fandango, Φαντάiκο, το Φαντάiκο,

GT GD C H L M O
far /fɑːr/ = ADVERB: μακριά, πολύ μακριά; ADJECTIVE: μακρινός; USER: μακριά, πολύ μακριά, πολύ, τώρα, μέτρο, μέτρο

GT GD C H L M O
fargo = USER: Φάργκο, Fargo

GT GD C H L M O
fashion /ˈfæʃ.ən/ = NOUN: μόδα, συρμός, τρόπος διαμόρφωσης; VERB: πλατώ; USER: μόδα, μόδας, τρόπο, της μόδας, τη μόδα

GT GD C H L M O
fast /fɑːst/ = ADVERB: γρήγορα, με ταχύ ρυθμό; ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, στερεός, άσωτος; NOUN: νηστεία; VERB: νηστεύω; USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορη, γρήγορο, ταχεία

GT GD C H L M O
faster /fɑːst/ = USER: γρηγορότερα, ταχύτερη, ταχύτερα, πιο γρήγορα, γρήγορα

GT GD C H L M O
favorite /ˈfeɪ.vər.ɪt/ = ADJECTIVE: ευνοούμενος, ευνοούμενος; NOUN: φαβόρι, φαβόρι; USER: αγαπημένα, αγαπημένο, αγαπημένη, αγαπημένες, το αγαπημένο

GT GD C H L M O
features /ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα; VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω; USER: χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, δυνατότητες, λειτουργίες

GT GD C H L M O
feel /fiːl/ = VERB: αισθάνομαι, νιώθω, ψηλαφώ, αγγίζω, πασπατεύω; NOUN: αφή; USER: αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθανθείτε, αισθανθείτε

GT GD C H L M O
feels /fiːl/ = VERB: αισθάνομαι, νιώθω, ψηλαφώ, αγγίζω, πασπατεύω; NOUN: αφή; USER: αισθάνεται, θεωρεί, νιώθει, πιστεύει, κρίνει

GT GD C H L M O
fees /fē/ = NOUN: δικαιώματα; USER: δικαιώματα, τέλη, τελών, αμοιβές, τέλη σε περίπτωση

GT GD C H L M O
felt /felt/ = VERB: ένιωσα; NOUN: τσόχα, πεπιεσμένο μαλλί για κετσέδες, κέτσες; USER: ένιωσα, τσόχα, αισθάνθηκε, αισθητή, αισθητές

GT GD C H L M O
few /fjuː/ = ADJECTIVE: λίγοι, μερικοί, ολίγοι; USER: λίγοι, μερικοί, λίγα, μερικά, λίγες, λίγες

GT GD C H L M O
figure /ˈfɪɡ.ər/ = NOUN: εικόνα, αριθμός, μορφή, φιγούρα, ψηφίο, τύπος; VERB: μορφοποιώ, λογαριάζω; USER: καταλάβω, υπολογίσετε, σχήμα, καταλάβουμε, υπολογίσει

GT GD C H L M O
figured /ˈfɪɡ.ər/ = ADJECTIVE: σχηματικός; USER: υπολόγισα, κατάλαβα, υπολογίσει, καταλάβει, κατάλαβε

GT GD C H L M O
files /faɪl/ = NOUN: αρχείο, λίμα, ντοσιέ, ρίνη, αράδα, στοίχος; USER: αρχεία, αρχείων, τα αρχεία, φακέλων, αρχεία που

GT GD C H L M O
films /fɪlm/ = NOUN: ταινία, φιλμ, μεμβράνη, λεπτή μεμβράνη, φωτογραφική πλάκα; VERB: φωτογραφώ; USER: ταινίες, ταινιών, φιλμ, μεμβράνες, μεμβρανών

GT GD C H L M O
final /ˈfaɪ.nəl/ = ADJECTIVE: poslední, konečný, závěrečný, definitivní, neodvolatelný; NOUN: finále; USER: τελικός, τελική, τελικό, τελικής, τελικού, τελικού

GT GD C H L M O
find /faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη; VERB: βρίσκω, ευρίσκω; USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
fish /fɪʃ/ = NOUN: ιχθύς, ψάρι; VERB: αλιεύω, ψαρεύω, αγκιστρεύω; USER: ψάρι, ψάρια, ψαριών, ιχθύων, τα ψάρια

GT GD C H L M O
fit /fɪt/ = ADJECTIVE: κατάλληλος, ικανός, υγιής, φορμαρισμένος, παροξυσμός; VERB: ταιριάζω, προσαρμόζω; NOUN: σπασμός, παροξυσμός; USER: κατάλληλος, ικανός, ταιριάζει, ταιριάζουν, χωρέσει

GT GD C H L M O
fits /fit/ = VERB: ταιριάζω, προσαρμόζω; NOUN: σπασμός, παροξυσμός; USER: ταιριάζει, προσαρμόζεται, χωράει, ταιριάζει με, εντάσσεται

GT GD C H L M O
five /faɪv/ = USER: five-, five; USER: πέντε, από πέντε

GT GD C H L M O
fix /fɪks/ = VERB: διορθώνω, στερεώνω, ορίζω, προσηλώνω, επιδιορθώνω, επισκευάζω, μπήγω, στερεώ; USER: καθορίσει, διορθώσετε, καθορίσουν, καθορίζουν, να καθορίσει

GT GD C H L M O
flow /fləʊ/ = NOUN: ροή, εκροή, ρεύση, ρους; VERB: ρέω, κυλώ; USER: ροή, ροής, της ροής, ροή του, τη ροή

GT GD C H L M O
flows /fləʊ/ = NOUN: ροή, εκροή, ρεύση, ρους; VERB: ρέω, κυλώ; USER: ροές, ροών, ροή, ρεύματα, ρευμάτων

GT GD C H L M O
fluent /ˈfluː.ənt/ = ADJECTIVE: ευφραδής, ευχερής, εύγλωττος; USER: ευφραδής, ευχερής, άπταιστα, πολύ καλά, μιλάει άπταιστα

GT GD C H L M O
focus /ˈfəʊ.kəs/ = NOUN: εστία; VERB: συγκεντρώ, ρυθμίζω, συγκεντρώνω; USER: εστίαση, επικεντρωθούν, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, εστιάζονται

GT GD C H L M O
focused /ˈfəʊ.kəst/ = USER: επικεντρώθηκε, εστιάζεται, επικεντρώθηκαν, επικεντρώνεται, εστιασμένη

GT GD C H L M O
folks /fəʊk/ = NOUN: άνθρωπος; USER: λαοί, οι λαοί, παιδιά, λαούς, τους λαούς

GT GD C H L M O
follow /ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι; USER: ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
force /fɔːs/ = NOUN: δύναμη, βία, ισχύς, ζόρι; VERB: ζορίζω, βιάζω, φορτσάρω, εξαναγκάζω; USER: αναγκάσει, δύναμη, αναγκάζουν, ισχύει, αναγκάσουν

GT GD C H L M O
forecast /ˈfɔː.kɑːst/ = NOUN: πρόγνωση, πρόβλεψη, παραγγελία, προαγγελία; VERB: προβλέπω, προσχεδιάζω; USER: πρόγνωση, πρόβλεψη, προβλέψεις, προβλέψεων, πρόβλεψης

GT GD C H L M O
forming /fôrm/ = VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ; USER: σχηματίζοντας, σχηματίζουν, αποτελούν, που αποτελούν, διαμόρφωση

GT GD C H L M O
fortunate /ˈfɔː.tʃən.ət/ = ADJECTIVE: τυχερός, καλότυχος; USER: τυχερός, τυχεροί, τύχη, τυχερό, τυχερή

GT GD C H L M O
fortune /ˈfɔː.tʃuːn/ = NOUN: περιουσία, τύχη, μοίρα, πλούτη, ευτυχία, καλή τύχη, καλοτυχία; VERB: συμβαίνω, τυχαίνω; USER: τύχη, περιουσία, τύχης, περιουσίας, την τύχη

GT GD C H L M O
forward /ˈfɔː.wəd/ = ADVERB: προς τα εμπρός, εμπρός; ADJECTIVE: μπροστινός, πρόθυμος, αυθάδης; VERB: διαβιβάζω, προάγω; USER: προς τα εμπρός, εμπρός, τα εμπρός, μπροστά, υποβάλει

GT GD C H L M O
found /faʊnd/ = VERB: ιδρύω, θεμελιώνω, θεμελιώ, χύνω; USER: βρέθηκαν, βρέθηκε, βρήκε, βρεθεί, διαπιστώθηκε

GT GD C H L M O
founder /ˈfaʊn.dər/ = NOUN: ιδρυτής, θεμελιωτής, χύτης; VERB: βυθίζω, καταποντίζομαι; USER: ιδρυτής, ιδρυτή, ο ιδρυτής, τον ιδρυτή, ιδρυτικό

GT GD C H L M O
founders /ˈfaʊn.dər/ = NOUN: ιδρυτής, θεμελιωτής, χύτης; USER: ιδρυτές, ιδρυτών, ιδρυτές της, ιδρυτικές, ιδρυτικών

GT GD C H L M O
four /fɔːr/ = USER: four-, four, four; USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις

GT GD C H L M O
franchise /ˈfræn.tʃaɪz/ = NOUN: προνόμιο, δικαίωμα ψήφου; USER: προνόμιο, δικαιόχρησης, προνομίου

GT GD C H L M O
friend /frend/ = NOUN: φίλος, φίλη; USER: φίλος, φίλη, φίλο, φίλου, φίλο σας

GT GD C H L M O
friends /frend/ = NOUN: φίλος, φίλη; USER: φίλους, φίλοι, τους φίλους, φίλων, παγκοσμίως, παγκοσμίως

GT GD C H L M O
friendship /ˈfrend.ʃɪp/ = NOUN: φιλία; USER: φιλία, φιλίας, τη φιλία, της φιλίας, η φιλία

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
fruit /fruːt/ = NOUN: καρπός, φρούτο, οπωρικό; USER: καρπός, φρούτο, φρούτα, φρούτων, καρπούς

GT GD C H L M O
frustrations /frʌsˈtreɪ.ʃən/ = NOUN: ματαίωση, ματαίωση συμφωνίας; USER: απογοητεύσεις, απογοήτευση, τις απογοητεύσεις, απογοητεύσεων, απογοητεύσεις που

GT GD C H L M O
full /fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός; VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα; USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες

GT GD C H L M O
fun /fʌn/ = NOUN: διασκέδαση, κέφι, αστείο; USER: διασκέδαση, διασκεδαστικό, τη διασκέδαση, διασκέδασης, διασκεδάσουν, διασκεδάσουν

GT GD C H L M O
functionality /ˌfʌŋk.ʃənˈæl.ə.ti/ = USER: λειτουργικότητα, λειτουργικότητας, λειτουργία, λειτουργίες, τη λειτουργικότητα

GT GD C H L M O
funnel /ˈfʌn.əl/ = NOUN: χωνί, καπνοδόχος, φουγάρο, χωνίο; VERB: συγκεντρώ, περνώ από χωνί; USER: χωνί, χοάνη, χοάνης, διοχετεύσει, χωνί εκπλύνονται

GT GD C H L M O
fur /fɜːr/ = NOUN: γούνα; VERB: σκεπάζω με γούναν; USER: γούνα, γούνας, γουνών, γουνοφόρα, γουνοφόρων

GT GD C H L M O
future /ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων; NOUN: μέλλοντας, μέλλο; USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών

GT GD C H L M O
games /ɡeɪm/ = NOUN: παιχνίδι, άθλημα, αγών, κυνήγιο, παιγνίδιο, αγρίμι; VERB: παίζω; USER: παιχνίδια, games, Αγώνες, τα παιχνίδια, παιχνιδιών

GT GD C H L M O
general /ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός; NOUN: στρατηγός; USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές

GT GD C H L M O
generalize /ˈdʒen.ə r.ə.laɪz/ = VERB: γενικεύω; USER: γενικεύω, γενικεύσετε, γενικεύσει, γενικευθεί, γενικεύσετε την

GT GD C H L M O
generally /ˈdʒen.ə r.əl.i/ = ADVERB: γενικά, γενικώς; USER: γενικά, γενικώς, γένει, εν γένει, γενικότερα, γενικότερα

GT GD C H L M O
generated /ˈjenəˌrāt/ = VERB: παράγω, γεννώ; USER: παράγεται, δημιουργούνται, δημιουργείται, παράγονται, που παράγεται

GT GD C H L M O
generic /dʒəˈner.ɪk/ = ADJECTIVE: γενικός, γένους; USER: γένους, γενικός, γενική, γενικές, γενικό

GT GD C H L M O
gentleman /ˈdʒen.tl̩.mən/ = NOUN: κύριος, τζέντλεμαν, καλώς αναθρεμμένος; USER: τζέντλεμαν, κύριος, κυρίων, κύριο, κυρίου

GT GD C H L M O
genuinely /ˈdʒen.ju.ɪn/ = USER: πραγματικά, γνήσια, πράγματι, πραγματική, ειλικρινά

GT GD C H L M O
get /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε

GT GD C H L M O
give /ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω; USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν

GT GD C H L M O
given /ˈɡɪv.ən/ = ADJECTIVE: δεδομένος; USER: δεδομένου, δίνεται, δεδομένη, δοθεί, που, που

GT GD C H L M O
gives /ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω; USER: δίνει, δίδει, παρέχει, εκδίδει, σας δίνει

GT GD C H L M O
giving /ɡɪv/ = NOUN: χορήγηση; USER: χορήγηση, δίνοντας, δίνει, κατάφερε να βρει, δίνοντάς, δίνοντάς

GT GD C H L M O
glad /ɡlæd/ = ADJECTIVE: χαρούμενος, ευχαριστημένος, περιχαρής; USER: χαρούμενος, ευτυχής, χαρούμε, ευχάριστη θέση, ευτυχείς

GT GD C H L M O
glimpse /ɡlɪmps/ = NOUN: ματιά, γρήγορη ματιά, γρήγορο βλέμμα; USER: ματιά, γεύση, αναλαμπή, διαβλέψει, γεύση από

GT GD C H L M O
global /ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός; USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
goal /ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός; USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου

GT GD C H L M O
goals /ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός; USER: γκολ, στόχους, στόχων, στόχοι, τους στόχους

GT GD C H L M O
going /ˈɡəʊ.ɪŋ/ = NOUN: μετάβαση, αναχώριση, γυρισμός; ADJECTIVE: πηγαιμός; USER: μετάβαση, πρόκειται, θα, πηγαίνει, συμβαίνει, συμβαίνει

GT GD C H L M O
gonna /ˈɡə.nə/ = USER: θα κρατήσει

GT GD C H L M O
good /ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός; USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά

GT GD C H L M O
got /ɡɒt/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πήρε, έχεις, πήρα, πήρε το, πήραν

GT GD C H L M O
grade /ɡreɪd/ = NOUN: βαθμός, τάξη, βαθμολογία; VERB: βαθμολογώ; USER: βαθμός, τάξη, βαθμολογία, βαθμού, ποιότητας

GT GD C H L M O
graphic /ˈɡræf.ɪk/ = ADJECTIVE: γραφικός, παραστατικός; USER: γραφικός, γραφικό, γραφικών, γραφικά, οθόνης

GT GD C H L M O
great /ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας; USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great

GT GD C H L M O
greatly /ˈɡreɪt.li/ = USER: σε μεγάλο βαθμό, σημαντικά, μεγάλο βαθμό, πολύ, κατά πολύ

GT GD C H L M O
group /ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία; VERB: συμπλέκω; USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που

GT GD C H L M O
groups /ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία; VERB: συμπλέκω; USER: ομάδες, ομάδων, των ομάδων, τις ομάδες, ομάδες που

GT GD C H L M O
guess /ɡes/ = VERB: υποθέτω, νομίζω, μαντεύω, εικάζω; NOUN: εικασία; USER: υποθέτω, εικασία, μαντέψει, Μάλλον, μαντέψετε

GT GD C H L M O
guy /ɡaɪ/ = NOUN: άνθρωπος, καλώδιο, φαιδρός; VERB: κοροϊδεύω; USER: άνθρωπος, τύπος, τύπο, ο τύπος, άντρας

GT GD C H L M O
guys /ɡaɪ/ = NOUN: άνθρωπος, καλώδιο, φαιδρός; VERB: κοροϊδεύω; USER: παιδιά, ρε παιδιά, άντρες, τα παιδιά, τύποι, τύποι

GT GD C H L M O
had /hæd/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: είχε, είχαν, έπρεπε, ήταν, έχει, έχει

GT GD C H L M O
handling /ˈhænd.lɪŋ/ = ADJECTIVE: χειριζόμενος; USER: χειρισμό, χειρισμού, το χειρισμό, χειρισμός, χειρισμό των

GT GD C H L M O
hands /ˌhænd.ˈzɒn/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου; VERB: θίγω, εγχειρίζω; USER: τα χέρια, χέρια, χεριών, hands, στα χέρια

GT GD C H L M O
hanging /ˈhæŋ.ɪŋ/ = NOUN: κρέμασμα, απαγχόνιση, κρεμαστός; ADJECTIVE: κρεμάμενος; USER: κρέμασμα, κρέμονται, κρέμεται, ανάρτηση, κρεμαστά

GT GD C H L M O
happening /ˈhæp.ən.ɪŋ/ = NOUN: συμβάν; ADJECTIVE: τυχόν; USER: συμβαίνει, συμβαίνουν, συμβεί, που συμβαίνουν, συνέβαινε

GT GD C H L M O
hard /hɑːd/ = ADVERB: σκληρά, δύσκολα, δυνατά; ADJECTIVE: σκληρός, δύσκολος, στρυφνός, χαλεπός, σταθερός, δριμύς; USER: σκληρά, σκληρός, δύσκολα, σκληρό, δύσκολο

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
hasn

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
having /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχοντας, έχει, έχουν, που έχει, με, με

GT GD C H L M O
he /hiː/ = PRONOUN: αυτός; USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα

GT GD C H L M O
head /hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός; VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός; USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι

GT GD C H L M O
hearing /ˈhɪə.rɪŋ/ = NOUN: ακρόαση, ακοή, ανάκριση; USER: ακοή, ακρόαση, άκουσε, ακοής, ακούσει, ακούσει

GT GD C H L M O
heat /hiːt/ = NOUN: θερμότητα, ζέστη, θερμότης, καύσωνας, δρόμος; VERB: θερμαίνω; USER: θερμότητα, ζέστη, θερμότητας, θερμική, θερμικής

GT GD C H L M O
hello /helˈəʊ/ = NOUN: χαιρετισμός, χερετισμός; VERB: χαιρετώ; USER: γεια σας, γειά σου, Χαίρετε, γεια, Hello

GT GD C H L M O
help /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει

GT GD C H L M O
helped /help/ = VERB: βοηθώ; USER: βοήθησε, βοήθησαν, συνέβαλε, βοηθήσει, βοήθησε να

GT GD C H L M O
her /hɜːr/ = PRONOUN: αυτήν, αυτή, αυτής, δικό της, δικός της; USER: αυτήν, της, την

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
hey /heɪ/ = INTERJECTION: Γειά!; USER: γειά, hey, Έι, Γεια σου, Ει

GT GD C H L M O
hi /haɪ/ = INTERJECTION: Γεια!; USER: γεια, hi, υψηλής, Γεια σου, Γεια σας

GT GD C H L M O
high /haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος; ADVERB: ψηλά; USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό

GT GD C H L M O
highlights /ˈhaɪ.laɪt/ = NOUN: ανταύγειες; USER: ανταύγειες, Highlights, τονίζει, Τα κυριότερα σημεία, αναδεικνύει

GT GD C H L M O
him /hɪm/ = PRONOUN: αυτόν; USER: αυτόν, τον, του, σουτ, σουτ

GT GD C H L M O
hire /haɪər/ = NOUN: ενοικίαση, μίσθωση, εκμίσθωση, απασχόληση, νοίκιασμα, μισθός; VERB: προσλαμβάνω, ενοικιάζω, μισθώνω, νοικιάζω, προσλαμβάνομαι για εργασία, εκμισθώνω; USER: μίσθωση, ενοικίαση, εκμίσθωση, προσλάβει, προσλαμβάνουν

GT GD C H L M O
hoc /ˌædˈhɒk/ = USER: hoc, ειδική, hoc που

GT GD C H L M O
hopefully /ˈhəʊp.fəl.i/ = USER: ελπίζω, ελπίζουμε, ελπίζουμε ότι, ευελπιστούμε, ελπίζω να

GT GD C H L M O
hosting /hōst/ = USER: φιλοξενία, φιλοξενίας, hosting, φιλοξενώντας, φιλοξενεί

GT GD C H L M O
hotel /həʊˈtel/ = NOUN: ξενοδοχείο; USER: ξενοδοχείο, ξενοδοχείου, το ξενοδοχείο, ξενοδοχείων, Ξενοδοχεία

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
however /ˌhaʊˈev.ər/ = CONJUNCTION: ωστόσο, μολαταύτα; ADVERB: εν τούτοις, οπωσδήποτε; USER: ωστόσο, όμως, εντούτοις, πάντως, πάντως

GT GD C H L M O
human /ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος; USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο

GT GD C H L M O
humane /hjuːˈmeɪn/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος; NOUN: ανθρωπιστής; USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, μη βάναυσης, ανθρώπινο, βάναυσης

GT GD C H L M O
humans /ˈhjuː.mən/ = USER: τον άνθρωπο, ανθρώπους, άνθρωπο, άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
ideas /aɪˈdɪə/ = NOUN: ιδέα; USER: ιδέες, ιδεών, τις ιδέες, ιδέες για, οι ιδέες

GT GD C H L M O
identify /aɪˈden.tɪ.faɪ/ = VERB: αναγνωρίζω, εξευρίσκω, βεβαιώ την ταυτότητα, εξακριβώνω ταυτότητα, συνταυτίζω; USER: προσδιορίσει, προσδιορίζουν, εντοπίσει, τον εντοπισμό, εντοπισμό

GT GD C H L M O
identity /aɪˈden.tɪ.ti/ = NOUN: ταυτότητα, ταυτότης; USER: ταυτότητα, ταυτότητας, ταυτότητά, την ταυτότητα, την ταυτότητά

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
illustrate /ˈɪl.ə.streɪt/ = VERB: διευκρινίζω, εικονογραφώ, επεξηγώ; USER: απεικονίζουν, επεξηγούν, περιγράφουν, δείχνουν, παρουσιάζουν

GT GD C H L M O
impact /imˈpakt/ = NOUN: σύγκρουση; VERB: προσκρούω, εμπήγω; USER: επιπτώσεις, επίπτωση, αντίκτυπος, επιπτώσεων, αντίκτυπο

GT GD C H L M O
important /ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος; USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
including /ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου; USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των

GT GD C H L M O
incredibly /ɪnˈkred.ɪ.bli/ = USER: απίστευτα, εξαιρετικά, εξαιρετικά

GT GD C H L M O
indian /ˈɪn.di.ən/ = NOUN: Ινδός; ADJECTIVE: ινδός; USER: Ινδός, Ινδική, indian, Ινδικό, ινδικές

GT GD C H L M O
individual /ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο; ADJECTIVE: ατομικός, προσωπικός; USER: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική

GT GD C H L M O
individuals /ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο; USER: άτομα, ιδιώτες, τα άτομα, πρόσωπα, ατόμων

GT GD C H L M O
industry /ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία; USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας

GT GD C H L M O
inevitable /inˈevitəbəl/ = ADJECTIVE: αναπόφευκτος, μοιραίος; USER: αναπόφευκτος, αναπόφευκτη, αναπόφευκτο, αναπόφευκτες, αναπόφευκτα

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
initiate /ɪˈnɪʃ.i.eɪt/ = ADJECTIVE: μυημένος; VERB: μυώ, εισάγω; USER: κινήσει, κίνηση, κινεί, ξεκινήσει, κινήσει τη

GT GD C H L M O
initiated /ɪˈnɪʃ.i.eɪt/ = VERB: μυώ, εισάγω; USER: κίνησε, ξεκίνησε, άρχισε, ξεκινήσει, κινήθηκε

GT GD C H L M O
innovative /ˈɪn.ə.və.tɪv/ = USER: καινοτόμες, καινοτόμα, καινοτόμων, καινοτόμο, καινοτόμος

GT GD C H L M O
instead /ɪnˈsted/ = ADVERB: αντί, αντί αυτού, σε αντικατάσταση, εις αντικατάσταση; USER: αντί, αντί να, αντί για, αντί για

GT GD C H L M O
integration /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = NOUN: ολοκλήρωση; USER: ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ενσωμάτωση, ένταξη, ένταξης

GT GD C H L M O
intelligent /inˈtelijənt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, νοήμων; USER: έξυπνος, νοήμων, ευφυή, έξυπνη, ευφυής

GT GD C H L M O
intelligently /ɪnˈtel.ɪ.dʒənt/ = USER: έξυπνα, έξυπνο, έξυπνο τρόπο, ευφυώς, με έξυπνο

GT GD C H L M O
intense /ɪnˈtens/ = ADJECTIVE: έντονος, δυνατός, σφοδρός; USER: έντονος, έντονη, έντονο, έντονες, έντονης

GT GD C H L M O
interact /ˌɪn.təˈrækt/ = VERB: αλληλεπιδρώ, επιδρώ αμοιβαία; USER: αλληλεπιδρούν, αλληλεπιδράσουν, αλληλεπίδραση, αλληλεπιδράσει, αλληλεπιδρά

GT GD C H L M O
interaction /ˌɪn.təˈræk.ʃən/ = NOUN: αλληλεπίδραση; USER: αλληλεπίδραση, αλληλεπίδρασης, την αλληλεπίδραση, διάδραση, αλληλεπιδράσεων

GT GD C H L M O
interactions /ˌɪn.təˈræk.ʃən/ = NOUN: αλληλεπίδραση; USER: αλληλεπιδράσεις, αλληλεπιδράσεων, αλληλεπίδρασης, αλληλεπίδραση, τις αλληλεπιδράσεις

GT GD C H L M O
interactive /ˌintərˈaktiv/ = ADJECTIVE: αλληλεπιδραστικός; USER: διαδραστικό, διαδραστικά, διαδραστική, διαδραστικές, διαδραστικών, διαδραστικών

GT GD C H L M O
interchangeably /ˌɪn.təˈtʃeɪn.dʒə.bl̩/ = USER: εναλλακτικά, αδιακρίτως, εναλλάξ, εναλλάξιμα, εναλλακτικώς

GT GD C H L M O
interested /ˈɪn.trəs.tɪd/ = ADJECTIVE: ενδιαφερόμενος; USER: ενδιαφερόμενος, ενδιαφερόμενα, τα ενδιαφερόμενα, ενδιαφερόμενο, ενδιαφερομένων, ενδιαφερομένων

GT GD C H L M O
interesting /ˈɪn.trəs.tɪŋ/ = ADJECTIVE: ενδιαφέρων; USER: ενδιαφέρων, ενδιαφέρον, ενδιαφέρουσα, ενδιαφέροντα, ενδιαφέρουσες

GT GD C H L M O
interface /ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: interface, διεπαφή, διασύνδεση, διεπαφής, διασύνδεσης

GT GD C H L M O
interfaces /ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: διεπαφές, διασυνδέσεις, διεπαφών, interfaces, διασυνδέσεων

GT GD C H L M O
international /ˌɪn.təˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: διεθνής; USER: διεθνής, διεθνή, διεθνείς, διεθνούς, διεθνών, διεθνών

GT GD C H L M O
interpret /ɪnˈtɜː.prɪt/ = VERB: ερμηνεύω, διερμηνεύω, εξηγώ; USER: ερμηνεύω, ερμηνεύσει, ερμηνεία, ερμηνεύουν, ερμηνεύει

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
introducing /ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ; USER: εισάγοντας, εισαγωγή, θέσπιση, την εισαγωγή, καθιέρωση

GT GD C H L M O
invest /ɪnˈvest/ = VERB: επενδύω, ενδύω, τοποθετώ, τοποθετώ χρήματα, περιβάλλω, περικυκλώ; USER: επενδύσεις, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύσει, επενδύει

GT GD C H L M O
investing /ɪnˈvest/ = VERB: επενδύω, ενδύω, τοποθετώ, τοποθετώ χρήματα, περιβάλλω, περικυκλώ; USER: επενδύοντας, επένδυση, επενδύσεις, επενδύουν, επενδυτικές

GT GD C H L M O
investments /ɪnˈvest.mənt/ = NOUN: επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων, πολιορκία; USER: επενδύσεις, επενδύσεων, τις επενδύσεις, οι επενδύσεις, των επενδύσεων

GT GD C H L M O
invite /ɪnˈvaɪt/ = VERB: προσκαλώ, καλώ, ενθαρρύνω; USER: προσκαλώ, καλώ, προσκαλούν, προσκαλούμε, καλέσει

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
isn

GT GD C H L M O
issues /ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος; VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ; USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, τα ζητήματα, θέματα που

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
item /ˈaɪ.təm/ = NOUN: είδος, είδος κονδύλιον, χωριστό πράγμα, σημείωμα; USER: είδος, στοιχείο, σημείο, αντικείμενο, προϊόν

GT GD C H L M O
items /ˈaɪ.təm/ = NOUN: είδος, είδος κονδύλιον, χωριστό πράγμα, σημείωμα; USER: στοιχεία, αντικείμενα, αντικειμένων, είδη, τα στοιχεία

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
job /dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ; VERB: διαπραγματεύομαι αξίες; ADJECTIVE: υπομονετικός άνθρωπος; USER: δουλειά, εργασία, θέση, εργασίας, θέσεων εργασίας

GT GD C H L M O
joining /dʒɔɪn/ = VERB: ενώνω, συνδέω, λαμβάνω μέρος, προσχωρώ, συνάπτω, σμίγω, συναρμόζω; USER: ενώνει, ένταξή, που ενώνει, την ένταξή, συνδέει

GT GD C H L M O
jokes /dʒəʊk/ = NOUN: αστείο, χωρατό, αστεϊσμός; VERB: αστειεύομαι; USER: ανέκδοτα, αστεία, τα αστεία, αστείων, jokes

GT GD C H L M O
josh /dʒɒʃ/ = VERB: αστειεύομαι, πειράζω; NOUN: αστείο; USER: αστειεύομαι, πειράζω, αστείο, Josh, ο Josh

GT GD C H L M O
journey /ˈdʒɜː.ni/ = NOUN: ταξίδι, διαδρομή, αδοιπορία; VERB: ταξιδεύω; USER: ταξίδι, διαδρομή, ταξιδιού, το ταξίδι, διαδρομής

GT GD C H L M O
judgment /ˈdʒʌdʒ.mənt/ = NOUN: κρίση, κρίση, δικαστική απόφαση, δικαστική απόφαση, εκδίκαση, εκδίκαση, θεία δίκη, θεία δίκη, απόφαση δικαστική, απόφαση δικαστική; USER: κρίση, δικαστική απόφαση, απόφαση, αποφάσεως, απόφασης

GT GD C H L M O
jul /dʒʊˈlaɪ/ = USER: Ιούλιος, Ιούλιο, Ιουλ, Ιούλης, Ιούλ

GT GD C H L M O
july /dʒʊˈlaɪ/ = NOUN: Ιούλιος, Αλωνάρης; USER: Ιούλιος, Ιουλ., Ιούλ., Ιούλη, Ιουλ

GT GD C H L M O
jump /dʒʌmp/ = NOUN: άλμα, αναπήδηση, πήδημα, απότομη ανύψωση; VERB: πηδώ, σαλτάρω, υπερπηδώ; USER: άλμα, πηδούν, μεταβείτε, πηδήξει, πηδήσει

GT GD C H L M O
jumps /dʒʌmp/ = NOUN: άλμα, αναπήδηση, πήδημα, απότομη ανύψωση; VERB: πηδώ, σαλτάρω, υπερπηδώ; USER: άλματα, πηδά, αλμάτων, τα άλματα, μεταπηδά

GT GD C H L M O
junk /dʒʌŋk/ = NOUN: σκουπίδια, παλιοπράγματα, σαβούρα, παληοσίδερα, παληοπράγματα, είδος κινέζικου πλοίου; VERB: απορρίπτω ως άχρηστα; USER: σκουπίδια, πρόχειρο, junk, παλιοπραγμάτων, ανεπιθύμητη

GT GD C H L M O
just /dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά; ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος; USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς

GT GD C H L M O
keeping /ˈkiː.pɪŋ/ = NOUN: τήρηση, φύλαξη, συντήρηση, αρμονία, διατίρηση; USER: τήρηση, φύλαξη, διατήρηση, διατηρώντας, κρατώντας

GT GD C H L M O
kept /kept/ = VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω; USER: φυλάσσονται, τηρούνται, διατηρούνται, διατηρείται, διατηρηθεί

GT GD C H L M O
kicking /kɪk/ = VERB: λακτίζω, κλωτσώ, πτερνίζω, εναντιούμαι; USER: κλοτσιές, κλωτσώντας, κλωτσάει, λάκτισμα, κλωτσούν

GT GD C H L M O
kid /kɪd/ = NOUN: παιδί, κατσίκι, κατσικάκι, πιτσιρίκι, ερίφιο, δέρμα αιγός, δέρμα από κατσίκι, παιδίο; VERB: αστειεύομαι, κοροϊδεύω; USER: παιδί, κατσίκι, παιδιού, το παιδί, kid

GT GD C H L M O
kids /kɪd/ = NOUN: μικρόκοσμος; USER: παιδιά, τα παιδιά, kids, για παιδιά, Παιδικά

GT GD C H L M O
kind /kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων; ADJECTIVE: καλός, ευγενικός, αγαθός, ευνοϊκός, περιποιητικός; USER: είδος, είδους, το είδος, του είδους, τύπων

GT GD C H L M O
kinds /kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων; USER: είδη, τα είδη, ειδών, των ειδών, είδους

GT GD C H L M O
know /nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε

GT GD C H L M O
knows /nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ξέρει, γνωρίζει, γνωρίζουν, δεν ξέρει, δεν γνωρίζει

GT GD C H L M O
kpis /ˌkeɪ.piːˈaɪ/ = USER: KPIs, δείκτες KPI, ΒΔΕ, βασικούς δείκτες επιδόσεων, ΚΔΕ

GT GD C H L M O
ladies /ˈleɪ.dizˌmæn/ = ADJECTIVE: κυρίες; USER: κυρίες, αγαπητοί, αξιότιμοι, γυναίκες, κύριοι

GT GD C H L M O
language /ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα; USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές

GT GD C H L M O
large /lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο; ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς; USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα

GT GD C H L M O
largest /lɑːdʒ/ = USER: Η μεγαλύτερη, μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερος, μεγαλύτερες, μεγαλύτερες

GT GD C H L M O
last /lɑːst/ = ADJECTIVE: τελευταίος, τελικός, ύστατος; NOUN: καλαπόδι; VERB: διαρκώ; USER: τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίας, περασμένο, περασμένο

GT GD C H L M O
lastly /ˈlɑːst.li/ = ADVERB: εν τέλει; USER: εν τέλει, Τέλος

GT GD C H L M O
late /leɪt/ = ADVERB: αργά; ADJECTIVE: πρώην, πρόσφατος, μακαρίτης, καθυστερημένος, αργός, βραδύνων; USER: αργά, τέλη, τέλη του, τέλη της, τέλος, τέλος

GT GD C H L M O
later /ˈleɪ.tər/ = ADVERB: αργότερα, ύστερα; NOUN: βραδύτερο; ADJECTIVE: ύστερος, νεώτερος, υστερόχρονος, βραδύτερος; USER: αργότερα, αργότερο, μεταγενέστερη, μετά, μεταγενέστερο

GT GD C H L M O
launched /lɔːntʃ/ = VERB: λανσάρω, εκτοξεύω, καθέλκω, ρίπτομαι, προάγω, προωθώ; USER: ξεκίνησε, που ξεκίνησε, δρομολογήθηκε, δρομολόγησε, ξεκινήσει

GT GD C H L M O
launching /lɔːntʃ/ = VERB: λανσάρω, εκτοξεύω, καθέλκω, ρίπτομαι, προάγω, προωθώ; USER: δρομολόγηση, έναρξη, την έναρξη, τη δρομολόγηση, εκτόξευση

GT GD C H L M O
lead /liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα; VERB: ηγούμαι, οδηγώ; USER: οδηγήσει, να οδηγήσει, οδηγούν, οδηγήσουν, οδηγεί

GT GD C H L M O
leading /ˈliː.dɪŋ/ = ADJECTIVE: κύριος, ηγετικός, πρωταγωνιστών, οδηγών; NOUN: αρχηγία, οδηγία; USER: οδηγεί, οδηγώντας, που οδηγεί, με αποτέλεσμα, οδηγούν

GT GD C H L M O
leads /liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα; VERB: ηγούμαι, οδηγώ; USER: οδηγεί, καταλήγει, οδηγούν, αποτέλεσμα, συνεπάγεται

GT GD C H L M O
leak /liːk/ = NOUN: διαρροή, οπή, άνοιγμα, τρύπα; VERB: διαρρέω, στάζω, ξεφεύγω; USER: διαρροή, διαρρεύσει, διαρρέουν, διαρροής, διαρροές

GT GD C H L M O
learning /ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost; USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές

GT GD C H L M O
least /liːst/ = ADVERB: ελάχιστα; ADJECTIVE: ελάχιστος, ολίγιστος, μικρότατος; USER: τουλάχιστον, λιγότερο, τουλάχιστον το, τουλάχιστον το

GT GD C H L M O
left /left/ = ADJECTIVE: αριστερά, αριστερός; USER: αριστερά, έφυγε, μείνει, αφεθεί, άφησε

GT GD C H L M O
legacy /ˈleɡ.ə.si/ = NOUN: κληροδότημα, κληρονομία, κληροδότηση; USER: κληροδότημα, κληρονομιά, νόμιμες, κληρονομιάς, παλαιού τύπου

GT GD C H L M O
less /les/ = ADVERB: μείον, ολιγώτερα; ADJECTIVE: μικρότερος, λιγότερος, ολιγώτερος, ελάσσων; USER: μείον, μικρότερος, λιγότερο, μικρότερη, μικρότερο

GT GD C H L M O
let /let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω; NOUN: μίσθωση, κώλυμα; USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε

GT GD C H L M O
level /ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή; ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος; VERB: ισοπεδώ; USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο

GT GD C H L M O
leverage /ˈliː.vər.ɪdʒ/ = NOUN: μόχλευση, δύναμη του μοχλού; USER: μόχλευση, μόχλευσης, επιρροή, δύναμη, μοχλός

GT GD C H L M O
liberty /ˈlɪb.ə.ti/ = NOUN: ελευθερία, λευτεριά; USER: ελευθερία, Liberty, ελευθερίας, της ελευθερίας, την ελευθερία

GT GD C H L M O
life /laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή

GT GD C H L M O
light /laɪt/ = NOUN: φως, φανός, φωτιά, σέλας; ADJECTIVE: ελαφρός, φωτεινός, ανοικτός, ανάλαφρος; VERB: φωτίζω, ανάπτω, καταβαίνω; USER: φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση

GT GD C H L M O
lightning /ˈlaɪt.nɪŋ/ = NOUN: αστραπή; USER: αστραπή, κεραυνούς, αστραπές, κεραυνό, αστραπής

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
lines /laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος; VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές; USER: γραμμές, γραμμών, τις γραμμές, σειρές, γραμμές του

GT GD C H L M O
link /lɪŋk/ = NOUN: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος; VERB: συνδώ, ενώνω; USER: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος, σύνδεσμο, σύνδεση

GT GD C H L M O
list /lɪst/ = NOUN: λίστα, κατάλογος, κατάσταση, κλίση; VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω; USER: λίστα, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας, λίστας

GT GD C H L M O
listen /ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι; USER: ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούσουν, ακούτε, ακούτε

GT GD C H L M O
listener /ˈlɪs.ən.ər/ = NOUN: ακροατής; USER: ακροατής, ακροατή, ακρόασης, listener, ακροατές

GT GD C H L M O
little /ˈlɪt.l̩/ = ADVERB: λίγο, ολίγο, ολιγώς; ADJECTIVE: μικρός, λίγος, ολίγος; USER: λίγο, μικρό, μικρή, λίγη, λίγα, λίγα

GT GD C H L M O
live /lɪv/ = VERB: ζω, κατοικώ, μένω, διαμένω; ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, ζωηρός; USER: ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει, ζει

GT GD C H L M O
living /ˈlɪv.ɪŋ/ = NOUN: ζωή, προς το ζήν; ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, έμβιος; USER: ζωή, ζουν, διαβίωσης, που ζουν, ζωής

GT GD C H L M O
local /ˈləʊ.kəl/ = ADJECTIVE: τοπικός; USER: τοπικός, τοπικές, τοπικό, τοπικών, τοπική

GT GD C H L M O
located /ləʊˈkeɪt/ = VERB: εντοπίζω, τοποθετώ, ευρίσκω, εγκαθίσταμαι; USER: βρίσκεται, που βρίσκεται, βρίσκονται, που βρίσκονται, τοποθεσία

GT GD C H L M O
location /ləʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τοποθεσία, τοποθέτηση, εύρεση; USER: τοποθεσία, θέση, τοποθεσιών, τοποθεσίας, των τοποθεσιών

GT GD C H L M O
lonely /ˈləʊn.li/ = ADJECTIVE: μοναχικός, μονήρης; USER: μοναχικός, μοναχικό, μοναχική, μόνος, μοναξιά

GT GD C H L M O
long /lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος; VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ; ADVERB: επί μάκρον; USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη

GT GD C H L M O
look /lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος; VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω; USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε

GT GD C H L M O
looking /ˌɡʊdˈlʊk.ɪŋ/ = USER: ψάχνει, ψάχνετε, αναζητούν, κοιτάζοντας, ψάχνουν

GT GD C H L M O
losing /luːz/ = VERB: χάνω; USER: απώλεια, να χάσει, χάνοντας, χάσει, χάνει

GT GD C H L M O
lot /lɒt/ = NOUN: παρτίδα, λώτ; USER: παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή, πολλή

GT GD C H L M O
lots /lɒt/ = NOUN: πλήθος, μπόλικος; USER: παρτίδες, παρτίδων, πολλά, τμήματα, μέρη, μέρη

GT GD C H L M O
love /lʌv/ = NOUN: αγάπη, έρωτας, έρως; VERB: αγαπώ, έρωμαι; USER: αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αρέσει, αγαπάτε

GT GD C H L M O
low /ləʊ/ = ADJECTIVE: χαμηλός, ευτελής, ταπεινός, πρόστυχος; VERB: μυκώμαι, μουγγρίζω; USER: χαμηλός, χαμηλή, χαμηλό, χαμηλής, χαμηλού

GT GD C H L M O
luca = USER: Luca, Ο Luca, Λούκα, τον Luca,

GT GD C H L M O
luke = USER: luke, Λουκάς, Λουκά, Λουκ, Λουκάν

GT GD C H L M O
m /əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα

GT GD C H L M O
made /meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος; USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει

GT GD C H L M O
main /meɪn/ = ADJECTIVE: κύριος, ουσιώδης, πρωτεύων; NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα; USER: κύριος, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
makes /meɪk/ = NOUN: μάρκα, κατασκευή; VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; USER: κάνει, καθιστά, που κάνει, έκανε, το καθιστά

GT GD C H L M O
making /ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση; USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας

GT GD C H L M O
managed /ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: Διαχείριση, διαχειρίζεται, Διαχείριση δικαιωμάτων, κατάφερε, δικαιωμάτων

GT GD C H L M O
management /ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο; USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των

GT GD C H L M O
manager /ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής; USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ

GT GD C H L M O
manipulative /məˈnipyələtiv,-ˌlātiv/ = ADJECTIVE: χειριστικός, παραποιητικός; USER: χειραγώγησης, χειραγώγηση, χειραγωγούν, τη χειραγώγηση, επεμβατική

GT GD C H L M O
mannequin /ˈmæn.ə.kɪn/ = NOUN: μανεκέν, μοδέλο προς επίδειξη ενδυμάτων; USER: μανεκέν, κούκλα βιτρίνας, κούκλα, βιτρίνας, κούκλας

GT GD C H L M O
many /ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί; USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών

GT GD C H L M O
mapped /mæp/ = VERB: σχεδιάζω, καθορίζω; USER: χαρτογραφηθεί, χαρτογραφήθηκαν, χαρτογραφείται, αντιστοιχίζεται, αντιστοιχίζονται

GT GD C H L M O
mapping /mæp/ = VERB: σχεδιάζω, καθορίζω; USER: χαρτογράφηση, χαρτογράφησης, τη χαρτογράφηση, χαρτογράφηση των, αντιστοίχιση

GT GD C H L M O
maps /mæp/ = NOUN: χάρτης, γεωγραφικός χάρτης; VERB: σχεδιάζω, καθορίζω; USER: χάρτες, maps, χαρτών, Αρχική, χάρτη

GT GD C H L M O
mark = NOUN: σημάδι, σημείο, βαθμός, μάρκο, στόχος, σκοπός, μάρκο γερμανίας, σημαντήρας; VERB: σημειώνω, μαρκάρω; USER: σήμα, το σήμα, σήματος, σήμανση, σημάδι,

GT GD C H L M O
marker /ˈmɑː.kər/ = NOUN: σημάδι, μαρκαδόρος; USER: μαρκαδόρος, σημάδι, Ο, δείκτη, δείκτης

GT GD C H L M O
market /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά

GT GD C H L M O
marketing /ˈmɑː.kɪ.tɪŋ/ = NOUN: εμπορία, προώθηση αγαθών; USER: εμπορία, μάρκετινγκ, εμπορίας, κυκλοφορίας, την εμπορία

GT GD C H L M O
married /ˈmær.id/ = ADJECTIVE: παντρεμένος, έγγαμος, συζυγικός; USER: παντρεμένος, έγγαμος, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι

GT GD C H L M O
massive /ˈmæs.ɪv/ = ADJECTIVE: ογκώδης, συμπαγής, βαρύς; USER: ογκώδης, μαζική, τεράστια, τεράστιο, μαζικές

GT GD C H L M O
matrix /ˈmeɪ.trɪks/ = NOUN: μήτρα, καλούπι; USER: μήτρα, μήτρας, πίνακα, πλέγμα, matrix

GT GD C H L M O
matter /ˈmæt.ər/ = NOUN: ζήτημα, ύλη, υπόθεση, ουσία, πράγμα, ενδιαφέρο; VERB: σημαίνω; USER: ύλη, ζήτημα, σημασία, έχει σημασία, πειράζει

GT GD C H L M O
matters /ˈmæt.ər/ = NOUN: ζήτημα, ύλη, υπόθεση, ουσία, πράγμα, ενδιαφέρο; VERB: σημαίνω; USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, υποθέσεις, θέματα που

GT GD C H L M O
may /meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may; USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν

GT GD C H L M O
maybe /ˈmeɪ.bi/ = ADVERB: ίσως, μήπως, πιθανώς; USER: ίσως, ίσως και, ίσως να, μήπως

GT GD C H L M O
me /miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ; USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα

GT GD C H L M O
mean /miːn/ = ADJECTIVE: μέσος, ποταπός, πρόστυχος, αφιλότιμος, μέζερος, μικροπρεπής, ευτελής; NOUN: μέσο, τρόπος; VERB: εννοώ, σημαίνω, σκοπεύω; USER: μέσος, εννοώ, μέσο, σημαίνει, σημαίνουν

GT GD C H L M O
means /miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο; USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι

GT GD C H L M O
measure /ˈmeʒ.ər/ = NOUN: μέτρο, μέτρα, σταθμά; VERB: μετρώ, καταμετρώ; USER: μέτρο, μέτρα, μέτρηση, τη μέτρηση, μετρηθεί

GT GD C H L M O
measuring /ˈmeZHər/ = NOUN: μέτρημα; USER: μέτρησης, μέτρηση, τη μέτρηση, μετρήσεων, μετρώντας

GT GD C H L M O
meaty /ˈmiː.ti/ = ADJECTIVE: γεμάτος ουσία, κρετώδης; USER: κρετώδης, γεμάτος ουσία, meaty, σαρκωμένο, κρέατος

GT GD C H L M O
mechanism /ˈmek.ə.nɪ.zəm/ = NOUN: μηχανισμός; USER: μηχανισμός, μηχανισμό, μηχανισμού

GT GD C H L M O
meet /miːt/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι; ADJECTIVE: αρμόδιος; USER: πληρούν, ανταποκρίνονται, κάλυψη, πληροί, ανταποκριθεί

GT GD C H L M O
meld /meld/ = USER: συγχωνεύσουν, συγχώνευση, συγχωνευτούν, συγχωνεύουν, ενώσει

GT GD C H L M O
melt /melt/ = VERB: τήκω, τήκομαι, λυώνω; USER: λιώσει, τήξη, λιώνει, λιώνουν, τήκονται

GT GD C H L M O
men /men/ = NOUN: άνδρες; USER: άνδρες, ανδρών, τους άνδρες, άντρες, οι άνδρες

GT GD C H L M O
mention /ˈmen.ʃən/ = VERB: αναφέρω, μνημονεύω; NOUN: μνεία, μνημόνευση; USER: αναφέρω, μνεία, αναφέρουμε, αναφέρει, αναφέρουν

GT GD C H L M O
mentioned /ˈmenCHən/ = VERB: αναφέρω, μνημονεύω; USER: αναφέρονται, αναφέρεται, που αναφέρονται, αναφέρθηκε, ανέφερε

GT GD C H L M O
menu /ˈmen.juː/ = NOUN: μενού, κατάλογος, κατάλογος επιλογής, κατάλογος φαγητών; USER: μενού, το μενού, menu, μενού του, του μενού, του μενού

GT GD C H L M O
merchants /ˈmɜː.tʃənt/ = NOUN: έμπορος; USER: οι έμποροι, εμπόρους, έμποροι, εμπόρων, τους εμπόρους

GT GD C H L M O
message /ˈmes.ɪdʒ/ = NOUN: μήνυμα, άγγελμα, διάγγελμα, παραγγελία; USER: μήνυμα, μηνύματος, το μήνυμα, μηνυμάτων, μήνυμά

GT GD C H L M O
messages /ˈmes.ɪdʒ/ = NOUN: μήνυμα, άγγελμα, διάγγελμα, παραγγελία; USER: μηνύματα, μηνυμάτων, τα μηνύματα, μηνύματα που, μηνύματά

GT GD C H L M O
messaging /ˌɪn.stənt ˈmes.ɪ.dʒɪŋ/ = USER: μηνυμάτων, μηνύματα, messaging, ανταλλαγής μηνυμάτων, ανταλλαγή μηνυμάτων

GT GD C H L M O
messenger /ˈmes.ɪn.dʒər/ = NOUN: αγγελιαφόρος, απεσταλμένος, εκτελεστής παραγγελίας; USER: αγγελιαφόρος, Messenger, αγγελιοφόρος, αγγελιοφόρο, αγγελιοφόρων

GT GD C H L M O
met /met/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι; USER: πληρούνται, συναντήθηκε, συνάντησε, συναντήθηκαν, συνεδρίασε

GT GD C H L M O
microphone /ˈmaɪ.krə.fəʊn/ = NOUN: μικρόφωνο; USER: μικρόφωνο, μικροφώνου, μικροφώνων, του μικροφώνου, μικρόφωνα

GT GD C H L M O
might /maɪt/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, κραταιότητα, κραταιότης; USER: δύναμη, θα μπορούσε, μπορούσε, ενδέχεται, ενδέχεται να, ενδέχεται να

GT GD C H L M O
mike /maɪk/ = NOUN: μικρόφωνο; USER: μικρόφωνο, Mike, ο Mike, Μάικ, τον Mike

GT GD C H L M O
mile /maɪl/ = NOUN: μίλι, μίλιο; USER: μίλι, χλμ, χιλιόμετρο, χιλιόμετρα, μιλίων

GT GD C H L M O
million /ˈmɪl.jən/ = USER: million-, million, εκατομμύριο; USER: εκατομμύριο, εκατομμύρια, εκατ., εκατ. ευρώ, εκατομμυρίων

GT GD C H L M O
mimic /ˈmɪm.ɪk/ = NOUN: μίμος; VERB: μιμούμαι, διακωμωδώ; ADJECTIVE: μιμικύς; USER: μίμος, μιμούνται, μιμηθούν, μιμηθεί, μιμείται

GT GD C H L M O
mind /maɪnd/ = NOUN: μυαλό, γνώμη, νους, διάνοια; VERB: νοιάζομαι, προσέχω, συνερίζομαι, φροντίζω; USER: μυαλό, νου, το μυαλό, πειράζει, πείραζε, πείραζε

GT GD C H L M O
mine /maɪn/ = NOUN: ορυχείο, νάρκη, μεταλλείο, μεταλλωρυχείο, φουρνέλλο, υπόνομος; PRONOUN: δικός μου, ιδικός μου; VERB: μεταλλεύω, υπονομεύω, υποσκάπτω, ναρκοθετώ; USER: ορυχείο, νάρκη, μεταλλείο, δική μου, ναρκών

GT GD C H L M O
minutes /ˈmɪn.ɪt/ = NOUN: πρακτικά; USER: πρακτικά, λεπτά, λεπτών, λεπτά με, λεπτά με τα, λεπτά με τα

GT GD C H L M O
missed /mɪs/ = VERB: χάνω, παραλείπω, αστοχώ, ελλείπω, αποτυχαίνω, ποθώ; USER: αναπάντητες, έχασε, χάσατε, χάσει, χαμένη

GT GD C H L M O
mobile /ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος; USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών

GT GD C H L M O
modal /ˈməʊ.dəl/ = ADJECTIVE: τροπικός, τυπικός, εκφραστικός του συρμού, εγκλιτικός; USER: τροπικός, μοντάλ, τρόπου εκτέλεσης, συνδυασμένων, τρόπων μεταφοράς

GT GD C H L M O
modalities /mōˈdalədē/ = NOUN: τυπικότης, τυπικότητα; USER: λεπτομέρειες, τρόποι, τρόπους, όρους, ρυθμίσεις,

GT GD C H L M O
model /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο

GT GD C H L M O
models /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλα, μοντέλων, τα μοντέλα, υποδείγματα, πρότυπα

GT GD C H L M O
modification /ˌmɒd.ɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τροποποίηση, τροπολογία, μετασχηματισμός; USER: τροποποίηση, τροποποίησης, τροποποίηση που, τροποποιήσεις, την τροποποίηση

GT GD C H L M O
money /ˈmʌn.i/ = NOUN: χρήματα, χρήμα, λεφτά, παραδάκι, παράς; USER: χρήματα, χρήμα, λεφτά, χρημάτων, τα χρήματα, τα χρήματα

GT GD C H L M O
month /mʌnθ/ = NOUN: μήνας; USER: μήνας, μήνα, μηνός, μηνών, μήνες, μήνες

GT GD C H L M O
months /mʌnθ/ = NOUN: μήνας; USER: μήνες, μηνών, months, μήνα

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
mortgages /ˈmɔː.ɡɪdʒ/ = NOUN: υποθήκη; USER: υποθήκες, στεγαστικά δάνεια, ενυπόθηκα δάνεια, υποθηκών, στεγαστικά

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
mostly /ˈməʊst.li/ = ADVERB: κυρίως, ως επί το πλείστον; USER: ως επί το πλείστον, κυρίως, επί το πλείστον, συνήθως, κύριο λόγο

GT GD C H L M O
move /muːv/ = NOUN: κίνηση; VERB: κινούμαι, προτείνω, κινώ, μετακινώ, κουνιέμαι, μετατοπίζω, σειέμαι, συγκινώ, μετοικώ; USER: κίνηση, μετακινήσετε, κινηθεί, προχωρήσουμε, κινούνται

GT GD C H L M O
moved /muːvd/ = VERB: κινούμαι, προτείνω, κινώ, μετακινώ, κουνιέμαι, μετατοπίζω, σειέμαι, συγκινώ, μετοικώ; USER: μετακινηθεί, μετακινήθηκε, μετακόμισε, μεταφέρθηκε, κινήθηκε

GT GD C H L M O
movie /ˈmuː.vi/ = NOUN: ταινία, κινηματογράφος, ταινία κινηματογράφου; USER: ταινία, κινηματογράφος, ταινίας, ταινιών, την ταινία

GT GD C H L M O
moviegoers /ˈmo͞ovēˌgōər/ = USER: θεατές, moviegoers, τους θεατές, θεατές σε, θαμώνες των κινηματογράφων

GT GD C H L M O
movies /ˈmuː.vi/ = NOUN: κινηματογράφος; USER: ταινίες, Κινηματογράφος, ταινιών, κινηματογράφους, Movies

GT GD C H L M O
msg /ˌem.esˈdʒiː/ = USER: msg, Μήν, της MSG, η MSG

GT GD C H L M O
much /mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ; ADJECTIVE: πολύς; USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος

GT GD C H L M O
multi /mʌl.ti-/ = USER: multi, πολυ, πολλαπλών, πολλαπλά, πολλών

GT GD C H L M O
multimodal /ˈməltiˌmōd,ˈməltī-/ = USER: πολυτροπικές, πολυτροπικών, πολυτροπική, πολυτροπικού, τις πολυτροπικές,

GT GD C H L M O
multiple /ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος; NOUN: πολλαπλάσιο; USER: πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά

GT GD C H L M O
multivariate /ˌməltiˈve(ə)rēət,ˌməltī-/ = USER: πολυμεταβλητή, πολυπαραγοντική, πολλών μεταβλητών, πολυμεταβλητών, πολλαπλών μεταβλητών

GT GD C H L M O
my /maɪ/ = PRONOUN: můj; USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η

GT GD C H L M O
n /en/ = USER: n, ν, η, κ, Β

GT GD C H L M O
nailed /neɪl/ = VERB: καρφώνω, καθηλώνω, εκθέτω; USER: καρφωμένα, καρφωμένο, κάρφωσε, καρφώνονται, καρφώνεται

GT GD C H L M O
name /neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη; VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα

GT GD C H L M O
narrative /ˈnær.ə.tɪv/ = NOUN: αφήγημα, διήγημα; ADJECTIVE: αφηγηματικός, διηγηματικός; USER: αφήγημα, αφηγηματικός, διήγημα, αφήγηση, αφήγησης

GT GD C H L M O
native /ˈneɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ντόπιος, ιθαγενής, εγχώριος, γενέθλιος, έμφυτος, ατόφιος; USER: ντόπιος, Native, μητρική, φυσική, εγγενή, εγγενή

GT GD C H L M O
natural /ˈnætʃ.ər.əl/ = ADJECTIVE: φυσικός, φυσιολογικός, εκ φύσεως, έμφυτος; USER: φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσική, φυσική

GT GD C H L M O
nature /ˈneɪ.tʃər/ = NOUN: φύση, χαρακτήρας, ουσία, ιδιότητα; USER: φύση, χαρακτήρας, χαρακτήρα, φύσης, τη φύση

GT GD C H L M O
navigate /ˈnæv.ɪ.ɡeɪt/ = VERB: κυβερνώ, πλέω, διαπλέω, πιλοτάρω; USER: πλοήγηση, πλοηγηθείτε, περιηγηθείτε, πλοηγηθεί, μεταβείτε

GT GD C H L M O
necessarily /ˈnes.ə.ser.ɪl.i/ = ADVERB: αναγκαίως, κατ' ανάγκη; USER: κατ 'ανάγκη, αναγκαίως, απαραίτητα, αναγκαστικά, απαραιτήτως

GT GD C H L M O
need /niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία; VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε

GT GD C H L M O
needed /ˈniː.dɪd/ = VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, χρειάζεται, χρειάζονται, χρειάζονται

GT GD C H L M O
needs /nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά; USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των

GT GD C H L M O
network /ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό; USER: δίκτυο, δικτύου, του δικτύου, δικτύων

GT GD C H L M O
networks /ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό; USER: δίκτυα, δικτύων, τα δίκτυα, των δικτύων

GT GD C H L M O
neural /ˈnjʊə.rəl/ = ADJECTIVE: νευρικός; USER: νευρικός, νευρικών, νευρικού, νευρωνικά, νευρωνικών

GT GD C H L M O
never /ˈnev.ər/ = ADVERB: ποτέ, ουδέποτε; USER: ποτέ, ουδέποτε, ποτέ δεν, δεν, ποτέ να, ποτέ να

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
newborn /ˈnjuː.bɔːn/ = ADJECTIVE: νεογέννητος; USER: νεογέννητος, νεογέννητο, νεογέννητα, νεογέννητου, τα νεογέννητα

GT GD C H L M O
news /njuːz/ = NOUN: νέα, ειδήσεις, νέο, χαμπάρι; USER: ειδήσεις, νέα, News, ειδήσεων, είδηση

GT GD C H L M O
next /nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος; PREPOSITION: έπειτα; USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα

GT GD C H L M O
nickel /ˈnɪk.l̩/ = NOUN: νικέλιο, πεντάρα; VERB: επινικελώνω, νικελώνω; USER: νικέλιο, νικελίου, το νικέλιο, σε νικέλιο, του νικελίου

GT GD C H L M O
night /naɪt/ = NOUN: νύχτα, βράδυ, νύκτα, νυξ, βράδιά; USER: νύχτα, βράδυ, νύκτα, διανυκτέρευση, βραδιά

GT GD C H L M O
nine /naɪn/ = USER: nine-, nine, devítka; USER: εννέα, εννιά, από εννέα, από εννέα

GT GD C H L M O
ninety /ˈnaɪn.ti/ = NOUN: ενενήντα, ninety-, ninety; USER: ενενήντα, από ενενήντα, ενενήκοντα

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
nobody /ˈnəʊ.bə.di/ = PRONOUN: κανείς, μηδαμινότητα; NOUN: μηδενικό; USER: κανείς, κανείς δεν, κανένας, κανένας δεν, κανένα, κανένα

GT GD C H L M O
normalized /ˈnɔː.mə.laɪz/ = VERB: ομαλύνω, κάνω κανονικό, ομαλοποιώ; USER: κανονικοποιημένη, ομαλοποιημένη, κανονικοποιημένο, κανονικοποιημένες, εξομάλυνση

GT GD C H L M O
normally /ˈnɔː.mə.li/ = ADVERB: κανονικά, ομαλά; USER: κανονικά, συνήθως, κανόνα, κατά κανόνα, φυσιολογικά

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
notes /nəʊt/ = NOUN: σημείωμα, σημείωση, νότα, προσοχή, παρατήρηση, σημείο, υπόμνημα, τραπεζογραμμάτιο, γραμμάτιο, διάκριση, εγκόπτων; VERB: σημειώνω, διαπιστώνω, παρατηρώ; USER: σημειώσεις, σημειώνει, σημειώματα, επισημαίνει, διαπιστώνει

GT GD C H L M O
notice /ˈnəʊ.tɪs/ = NOUN: ανακοίνωση, ειδοποίηση, προσοχή, είδηση, αναγγελία, παραγγελία, κριτικό σημείωμα; VERB: παρατηρώ, προσέχω; USER: ανακοίνωση, ειδοποίηση, παρατηρώ, παρατηρήσετε, την ανακοίνωση

GT GD C H L M O
noticed /ˈnəʊ.tɪs/ = VERB: παρατηρώ, προσέχω; USER: παρατηρήσει, παρατήρησα, παρατήρησε, προσέξει, πρόσεξα

GT GD C H L M O
notification /ˌnəʊ.tɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: κοινοποίηση, γνωστοποίηση, ειδοποίηση, ανακοίνωση, αναγγελία; USER: κοινοποίηση, ειδοποίηση, γνωστοποίηση, ανακοίνωση, κοινοποίησης

GT GD C H L M O
notifications /ˌnəʊ.tɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: κοινοποίηση, γνωστοποίηση, ειδοποίηση, ανακοίνωση, αναγγελία; USER: κοινοποιήσεις, κοινοποιήσεων, ειδοποιήσεις, ανακοινώσεις, γνωστοποιήσεις

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
number /ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο; USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά

GT GD C H L M O
nurse /nɜːs/ = NOUN: νοσοκόμα, νοσοκόμος, τροφός, παραμάνα, γκουβερνάντα; VERB: φροντίζω, περιποιούμαι, τρέφω, θηλάζω, νοσηλεύω; USER: νοσοκόμα, νοσοκόμος, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, νοσοκόμου

GT GD C H L M O
obvious /ˈɒb.vi.əs/ = ADJECTIVE: φανερός, πρόδηλος, πασιφανής, ευνόητος, καταφάνερος; USER: προφανή, προφανές, προφανείς, προφανής, φανερό

GT GD C H L M O
obviously /ˈɒb.vi.əs.li/ = ADVERB: προφανώς; USER: προφανώς, προφανές, φυσικά, προφανές ότι

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
off /ɒf/ = ADVERB: μακριά από; ADJECTIVE: σβηστός; USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά

GT GD C H L M O
offer /ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση; VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω; USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν

GT GD C H L M O
offered /ˈɒf.ər/ = VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω; USER: προσφέρονται, προσφέρεται, που προσφέρονται, προσφέρει, που προσφέρει

GT GD C H L M O
offering /ˈɒf.ər.ɪŋ/ = NOUN: προσφορά, θυσία; USER: προσφορά, προσφέρει, προσφέροντας, προσφέρουν, που προσφέρει

GT GD C H L M O
offers /ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση; USER: προσφέρει, προσφορές, διαθέτει, παρέχει, τις προσφορές

GT GD C H L M O
officially /əˈfɪʃ.əl.i/ = ADVERB: επίσημα; USER: επίσημα, επισήμως, επίσημη

GT GD C H L M O
often /ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις; USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά

GT GD C H L M O
oh /əʊ/ = INTERJECTION: Αμάν!; USER: αμάν, Οχάιο, ΟΗ, oh, ω

GT GD C H L M O
ok /ˌəʊˈkeɪ/ = NOUN: καλά; USER: εντάξει, ok, ΟΚ, κουμπί OK, OK για

GT GD C H L M O
okay /ˌəʊˈkeɪ/ = NOUN: καλά; VERB: εγκρίνω; USER: καλά, εντάξει, okay, πειράζει, εντάξει για

GT GD C H L M O
old /əʊld/ = ADJECTIVE: παλιός, παλαιός, ηλικιωμένος, γέρικος, χρόνιος, γεροντικός; NOUN: γέρος, γριά; USER: γριά, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλιό

GT GD C H L M O
omni /ɒm.ni-/ = USER: omni, Παγκατευθυντική, πανταχού, παν, παντοκατευθυντική

GT GD C H L M O
omnipresent = ADJECTIVE: πανταχού παρών; USER: πανταχού παρών, πανταχού παρούσα, πανταχού παρόν, πανταχού παρούσες, πανταχού παρόντες

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
onboarding

GT GD C H L M O
once /wʌns/ = ADVERB: μια φορά, άπαξ, κάποτε, άλλοτε; USER: μια φορά, κάποτε, άπαξ, μία φορά, φορά, φορά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
ones /wʌn/ = USER: αυτά, αυτοί, αυτές, αυτά που, αυτούς

GT GD C H L M O
online /ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
open /ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής; VERB: ανοίγω, ανοίγομαι; USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα

GT GD C H L M O
opening /ˈəʊ.pən.ɪŋ/ = NOUN: άνοιγμα, εγκαίνια, ξάνοιγμα; USER: άνοιγμα, το άνοιγμα, ανοίγματος, άνοιγμα των, ανοίγοντας

GT GD C H L M O
operand = NOUN: όρος πράξης; USER: τελεστή, τελεστής, τελεστέο, τελεστέος, τελεστού

GT GD C H L M O
operating = ADJECTIVE: λειτουργικός; USER: λειτουργίας, που λειτουργούν, λειτουργούν, λειτουργεί, δραστηριοποιούνται

GT GD C H L M O
opportunity = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρία, δυνατότητα, ευκαιρία για, την ευκαιρία, ευκαιρίας

GT GD C H L M O
optimization /ˌɒp.tɪ.maɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: βελτιστοποίηση; USER: βελτιστοποίηση, βελτιστοποίησης, Η βελτιστοποίηση, τη βελτιστοποίηση, βελτιστοποίηση της

GT GD C H L M O
optimizing /ˈɒp.tɪ.maɪz/ = VERB: βελτιστοποιώ; USER: βελτιστοποίηση, τη βελτιστοποίηση, βελτιστοποίηση της, βελτιστοποιώντας, βελτιστοποίηση των

GT GD C H L M O
option /ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας; USER: επιλογή, δυνατότητα, επιλογής, λύση, επιλογή για

GT GD C H L M O
options /ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας; USER: Επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογές για, δυνατότητες

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
order /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου

GT GD C H L M O
oren = USER: Oren, Όρεν, Ο Oren, τον Oren

GT GD C H L M O
organization /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο; USER: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, οργάνωσης, οργανώσεως

GT GD C H L M O
origin /ˈɒr.ɪ.dʒɪn/ = NOUN: προέλευση, καταγωγή, αρχή, πηγή, προσδιοριστικό σημείο; USER: καταγωγή, προέλευση, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως

GT GD C H L M O
original /əˈrɪdʒ.ɪ.nəl/ = NOUN: πρωτότυπο; ADJECTIVE: αρχικός, πρωτότυπος, αρχέτυπος, ιδιόμορφος; USER: πρωτότυπο, αρχικός, αρχική, αρχικό, αρχικής

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
others /ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
ourselves /ˌaʊəˈselvz/ = PRONOUN: εμάς, εμείς οι ίδιοι, εαυτοί μας; USER: εμείς οι ίδιοι, εμάς, εαυτούς μας, τους εαυτούς μας, εαυτό μας

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
outlet /ˈaʊt.let/ = NOUN: έξοδος, διέξοδος, αγορά, εκροή, ηλεκτρική σύνδεση; USER: έξοδος, διέξοδος, εξόδου, έξοδο, πρίζα

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
override /ˌəʊ.vəˈraɪd/ = VERB: καταπατώ, παραμερίζω; USER: υπερισχύουν, παρακάμψετε, υπερισχύει, παράκαμψη, αντικαθιστούν

GT GD C H L M O
own /əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου; VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές

GT GD C H L M O
owned /-əʊnd/ = VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: που ανήκει, ανήκει, ανήκουν, ιδιοκτησία, που ανήκουν

GT GD C H L M O
owners /ˈəʊ.nər/ = VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: Οι ιδιοκτήτες, ιδιοκτήτες, ιδιοκτητών, τους ιδιοκτήτες, ιδιοκτήτες των

GT GD C H L M O
pace /peɪs/ = NOUN: βήμα, βάδισμα; VERB: βηματίζω; USER: βήμα, ρυθμό, ρυθμός, ρυθμού, ρυθμούς

GT GD C H L M O
park /pɑːk/ = NOUN: πάρκο, παρκ, σταθμός αυτοκινήτων, δενδρόκηπος, μαραίνομαι, κήπος αναψυχής, δάσος αναψυχής; VERB: παρκάρω, σταθμεύω; USER: πάρκο, σε πάρκο, πάρκου, στάθμευσης, χώρος

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
particular /pəˈtɪk.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: ιδιαίτερος, λεπτολόγος; NOUN: λεπτομέρεια, λεπτομέρειες, καθέκαστα; USER: ειδικότερα, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως, ιδίως το

GT GD C H L M O
particularly /pə(r)ˈtikyələrlē/ = ADVERB: λεπτομερώς, ιδιαιτερώς; USER: ιδιαίτερα, ιδίως, ειδικότερα, κυρίως, ιδιαιτέρως, ιδιαιτέρως

GT GD C H L M O
partnered /ˈpɑːt.nər/ = USER: συνεργάζεται, συνεργάστηκε, συνεργαστεί, σύντροφο, συνεργάστηκαν

GT GD C H L M O
partners /ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής; USER: εταίρων, εταίρους, συνεργάτες, εταίροι, τους εταίρους

GT GD C H L M O
parts /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρη, ανταλλακτικά, τμήματα, εξαρτημάτων, τα μέρη

GT GD C H L M O
pass /pɑːs/ = NOUN: πέρασμα, κάρτα, άδεια εισόδου, στενό; VERB: περνώ, διαβαίνω, υπερβαίνω, επιψηφίζω; USER: πέρασμα, περάσει, περνούν, δώσει, περάσουν

GT GD C H L M O
passes /pɑːs/ = NOUN: πέρασμα, κάρτα, άδεια εισόδου, στενό; VERB: περνώ, διαβαίνω, υπερβαίνω, επιψηφίζω; USER: περνά, διέρχεται, περνάει, περάσει, περνούν

GT GD C H L M O
past /pɑːst/ = NOUN: το παρελθόν; PREPOSITION: μετά; ADVERB: πέραν; ADJECTIVE: παρελθών, περασμένος; USER: το παρελθόν, μετά, παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος

GT GD C H L M O
path /pɑːθ/ = NOUN: μονοπάτι, δρόμος, ατραπός; USER: μονοπάτι, δρόμος, διαδρομή, πορεία, διαδρομής

GT GD C H L M O
pay /peɪ/ = NOUN: πληρωμή, μισθός, μισθοδοσία; VERB: πληρώνω, προσφέρω; USER: πληρωμή, δικαστικά, πληρώσει, καταβάλει, πληρώνουν, πληρώνουν

GT GD C H L M O
payment /ˈpeɪ.mənt/ = NOUN: πληρωμή, απόσβεση; USER: πληρωμή, πληρωμής, πληρωμών, καταβολή, καταβολής

GT GD C H L M O
payments /ˈpeɪ.mənt/ = NOUN: πληρωμή, απόσβεση; USER: πληρωμές, πληρωμών, οι πληρωμές, τις πληρωμές, των πληρωμών

GT GD C H L M O
pencils /ˈpen.səl/ = NOUN: μολύβι, μολυβδοκόνδυλο, κονδύλιο; VERB: σχεδιάζω, σημειώ; USER: μολύβια, μολυβιών, Μολύβια για, μολύβι, Pencils

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
percent /pəˈsent/ = ADVERB: τοις εκατό; NOUN: εκατοστιαία; USER: τοις εκατό, εκατό, ποσοστό, τοις εκατό από, εκατοστιαίες μονάδες

GT GD C H L M O
perfectly /ˈpɜː.fekt.li/ = ADVERB: τέλεια, τελείως, φαρσί; USER: τέλεια, απόλυτα, απολύτως, κάτι, παρέχει

GT GD C H L M O
person /ˈpɜː.sən/ = NOUN: άτομο, πρόσωπο, υποκείμενο; USER: πρόσωπο, άτομο, προσώπου, ατόμου, άτομα

GT GD C H L M O
personal /ˈpɜː.sən.əl/ = ADJECTIVE: προσωπικός, ιδιωτικός; USER: προσωπικός, προσωπική, προσωπικού, προσωπικών, προσωπικά

GT GD C H L M O
personalities /ˌpərsəˈnalitē/ = NOUN: προσωπικότητα, προσωπικότης, ατομικότης; USER: προσωπικότητες, προσωπικοτήτων, προσωπικότητες που, προσωπικότητα

GT GD C H L M O
personality /ˌpərsəˈnalitē/ = NOUN: προσωπικότητα, προσωπικότης, ατομικότης; USER: προσωπικότητα, προσωπικότητας, προσωπικότητά, την προσωπικότητά, την προσωπικότητα

GT GD C H L M O
personalization /ˌpɜːsənəlaɪˈzeɪʃən/ = USER: εξατομίκευση, εξατομίκευσης, προσωποποίησης, προσωποποίηση, Personalization

GT GD C H L M O
personalize /ˈpərsənəlˌīz/ = VERB: προσωποποιώ, καθιστώ προσωπικόν; USER: διαμορφώσετε, προσαρμόσετε, εξατομίκευση, να διαμορφώσετε, προσωποποιήσετε

GT GD C H L M O
perspective /pəˈspek.tɪv/ = NOUN: προοπτική, άποψη; ADJECTIVE: προοπτικός; USER: προοπτική, άποψη, προοπτικών, προοπτικές, προοπτικής

GT GD C H L M O
phd /ˌpiː.eɪtʃˈdiː/ = USER: phd, διδακτορικό, διδακτορική, διδακτορικά, Διδάκτωρ

GT GD C H L M O
philosophy /fɪˈlɒs.ə.fi/ = NOUN: φιλοσοφία; USER: φιλοσοφία, φιλοσοφίας, τη φιλοσοφία, η φιλοσοφία, φιλοσοφία της

GT GD C H L M O
phone /fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο; VERB: τηλεφωνώ; USER: τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλέφωνό, κινητό, τηλεφωνίας, τηλεφωνίας

GT GD C H L M O
physical /ˈfɪz.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: φυσικός, σωματικός, υλικός; USER: φυσικός, φυσική, σωματική, φυσικές, φυσικά

GT GD C H L M O
picking /pik/ = NOUN: συλλογή; USER: συλλογή, πάρει, picking, να πάρει, επιλέγοντας

GT GD C H L M O
place /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο

GT GD C H L M O
platform /ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα; USER: πλατφόρμα, εξέδρα, πλατφόρμας, πλατφόρμα για, την πλατφόρμα

GT GD C H L M O
platforms /ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα; USER: πλατφόρμες, πλατφορμών, εξέδρες, πλατφόρμα, πλατφόρμων

GT GD C H L M O
play /pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, θεατρικό έργο, παίγνιο; VERB: παίζω; USER: παιχνίδι, παίζω, παίξει, παίζουν, διαδραματίσει, διαδραματίσει

GT GD C H L M O
playing /pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παίξιμο; USER: παιχνίδι, παίξιμο, παίζει, παίζουν, παίζοντας

GT GD C H L M O
plaza /ˈplɑː.zə/ = NOUN: πλατεία; USER: πλατεία, Plaza, πλατείας, πλατεία Plaza

GT GD C H L M O
point /pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο; USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου

GT GD C H L M O
pointed /ˈpɔɪn.tɪd/ = ADJECTIVE: αιχμηρός, οξύς, δηκτικός; USER: τόνισε, επισήμανε, επεσήμανε, υπογράμμισε, σημειωθεί

GT GD C H L M O
points /pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο; USER: σημεία, σημείων, πόντους, τα σημεία, μονάδες, μονάδες

GT GD C H L M O
popular /ˈpɒp.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: δημοφιλής, λαϊκός, λαοφιλής; USER: δημοφιλής, δημοφιλή, δημοφιλές, δημοφιλείς, λαϊκή, λαϊκή

GT GD C H L M O
portfolio /pôrtˈfōlēˌō/ = NOUN: χαρτοφυλάκιο; USER: χαρτοφυλάκιο, χαρτοφυλακίου, χαρτοφυλάκιό, χαρτοφυλακίων, του χαρτοφυλακίου

GT GD C H L M O
possible /ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός; USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν

GT GD C H L M O
potential /pəˈten.ʃəl/ = ADJECTIVE: δυνητικός, ενδεχόμενος; USER: δυνητικός, δυναμικό, δυνατότητες, δυναμικού, δυνατότητα

GT GD C H L M O
powerful /ˈpaʊə.fəl/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός; USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά

GT GD C H L M O
practical /ˈpræk.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: πρακτικός, χρήσιμος; USER: πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά, πρακτικά

GT GD C H L M O
pre /priː-/ = PREFIX: προ-; USER: προ, πριν, pre, προ της, πριν από

GT GD C H L M O
predictability /prɪˌdɪk.təˈbɪl.ə.ti/ = NOUN: προβλεψιμότητα; USER: προβλεψιμότητα, προβλεψιμότητας, πρόβλεψης, την προβλεψιμότητα, η προβλεψιμότητα

GT GD C H L M O
present /ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν, παρών, δώρο, ενεστώς, ενεστώτας, πεσκέσι; ADJECTIVE: τωρινός; VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω; USER: παρουσιάζουν, παρουσιάσει, παρουσιάζει, υποβάλει, παρουσιάσουν

GT GD C H L M O
presentation /ˌprez.ənˈteɪ.ʃən/ = NOUN: παρουσίαση, παράσταση, προσαγωγή, προσφορά; USER: παρουσίαση, παρουσίασης, την παρουσίαση, υποβολή, προσκόμιση

GT GD C H L M O
pretty /ˈprɪt.i/ = ADVERB: αρκετά; ADJECTIVE: όμορφη, χαριτωμένος, κομψός, εύμορφος, νόστιμος, αρκετός; USER: αρκετά, όμορφη, πολύ, όμορφο, λίγο, λίγο

GT GD C H L M O
previous /ˈpriː.vi.əs/ = ADJECTIVE: προηγούμενος, προγενέστερος, πρότερος, βιαστικός; USER: προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενα, προηγούμενες

GT GD C H L M O
prints /prɪnt/ = VERB: τυπώνω, εκτυπώ, αποτυπώ, αποτυπώνω; NOUN: στάμπα, αποτύπωμα, κόπια, τύπος; USER: εκτυπώσεις, εκτυπώσεων, prints, αποτυπώματα, εκτυπώνει

GT GD C H L M O
problem /ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός; USER: πρόβλημα, προβλήματος, ζήτημα, το πρόβλημα, πρόβλημα που, πρόβλημα που

GT GD C H L M O
process /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία

GT GD C H L M O
processes /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διεργασίες, διαδικασίες, διεργασιών, διαδικασιών, μεθόδους

GT GD C H L M O
processing /ˈprəʊ.ses/ = VERB: κατεργάζομαι; USER: μεταποίηση, επεξεργασία, επεξεργασίας, μεταποίησης, την επεξεργασία

GT GD C H L M O
procession /prəˈseʃ.ən/ = NOUN: πομπή, λιτανεία, πορεία, συνοδεία; USER: πομπή, πομπής, περιφορά, λιτανεία, πορεία

GT GD C H L M O
product /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα

GT GD C H L M O
products /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που

GT GD C H L M O
profile /ˈprəʊ.faɪl/ = NOUN: προφίλ, κατατομή, πορτρέτο, κατατομή προσώπου; USER: προφίλ, εγγραφή, προφίλ του, το προφίλ, προφίλ του χρήστη

GT GD C H L M O
project /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου

GT GD C H L M O
prominently /ˈprɒm.ɪ.nənt/ = USER: περίοπτη θέση, εμφανές, περίοπτη, εμφανώς, ευκρινώς

GT GD C H L M O
properties /ˈprɒp.ə.ti/ = NOUN: σκηνικά θέατρου; USER: ιδιότητες, ακίνητα, ιδιοτήτων, τις ιδιότητες, ακίνητα που

GT GD C H L M O
proprietary /p(r)əˈprī-iˌterē/ = ADJECTIVE: ιδιόκτητος, ιδιοκτητικός; NOUN: ιδιοκτήτης, όμιλος κτηματίων, κατάλογος ιδιοκτητών; USER: ιδιόκτητο, ιδιοκτησιακό, ιδιόκτητα, ιδιόκτητων, αποκλειστικές

GT GD C H L M O
prospects /ˈprɒs.pekt/ = NOUN: προοπτική, προσδοκία, άποψη, θέα; VERB: ενεργώ, διερευνώ, μεταλλεύομαι; USER: προοπτικές, οι προοπτικές, τις προοπτικές, προοπτικών, προοπτικές της

GT GD C H L M O
provide /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή

GT GD C H L M O
provider /prəˈvaɪ.dər/ = NOUN: προμηθευτής, χορηγός; USER: προμηθευτής, πάροχος, παροχής, πάροχο, φορέα παροχής

GT GD C H L M O
public /ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο; ADJECTIVE: δημόσιος; USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας

GT GD C H L M O
publicly /ˈpʌb.lɪ.kli/ = ADVERB: δημοσίως; USER: δημοσίως, κοινό, δημόσια, στο κοινό, δημόσιο

GT GD C H L M O
published /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
pull /pʊl/ = NOUN: έλξη, μέσο επιρροής; VERB: τραβώ, αποσπώ, μυξοκλαίω, σύρω, έλκω; USER: έλξη, τραβήξτε, τραβήξει, τραβάτε, pull

GT GD C H L M O
purchase /ˈpɜː.tʃəs/ = NOUN: αγορά, στήριγμα, παλάγκο; VERB: αγοράζω, ψωνίζω; USER: αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράζουν, την αγορά

GT GD C H L M O
purely /pjʊə.li/ = ADVERB: καθαρώς, αγνώς; USER: καθαρώς, καθαρά, αμιγώς, αποκλειστικά, απλώς

GT GD C H L M O
purge /pɜːdʒ/ = VERB: καθαρίζω, εξολοθρεύω, καθαιρώ, εξαγνίζω, απαλλάσομαι; NOUN: εξυγίανση, καθαρτικό; USER: καθαρίζω, καθαρτικό, καθαρισμού, εκκαθάριση, εξαέρωσης

GT GD C H L M O
purpose /ˈpɜː.pəs/ = NOUN: σκοπός, πρόθεση, προορισμός; VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι; USER: σκοπός, σκοπό, σκοπούς, σκοπό αυτό, σκοπού

GT GD C H L M O
push /pʊʃ/ = NOUN: ώθηση, επιμονή; VERB: σπρώχνω, ωθώ, ζορίζω; USER: ώθηση, ωθήσει, πιέστε, σπρώξτε, προωθήσει, προωθήσει

GT GD C H L M O
put /pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω; USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί

GT GD C H L M O
quarter /ˈkwɔː.tər/ = NOUN: τέταρτο, συνοικία, τριμηνία, κατάλυμα, έλεος, στρατώνας; VERB: διαιρώ εις τέσσαρα, καταλύω, παρέχω; USER: τέταρτο, συνοικία, τρίμηνο, τριμήνου, τρίμηνο του

GT GD C H L M O
queries /ˈkwɪə.ri/ = NOUN: ερώτηση, απορία; USER: ερωτήματα, ερωτημάτων, απορίες, τα ερωτήματα, ερωτήσεις

GT GD C H L M O
query /ˈkwɪə.ri/ = NOUN: ερώτηση, απορία; VERB: ερωτώ, εξετάζω, ζητώ, ζητώ να μάθω; USER: απορία, ερώτηση, ερώτημα, το ερώτημα, ερωτήματος

GT GD C H L M O
question /ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία; VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω; USER: ερώτηση, ζήτημα, λόγω, ερώτημα, εν λόγω, εν λόγω

GT GD C H L M O
questions /ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία; VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω; USER: ερωτήσεις, ερωτήματα, ερωτήσεων, ερωτημάτων, ζητήματα

GT GD C H L M O
quick /kwɪk/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως; ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, γοργός, ζωηρός; USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορο, γρήγορη, τον γρήγορο, τον γρήγορο

GT GD C H L M O
quickly /ˈkwɪk.li/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως; USER: γρήγορα, ταχέως, γρήγορη, σύντομα, γρήγορα να, γρήγορα να

GT GD C H L M O
rack /ræk/ = NOUN: ράφι, σχάρα, οδοντωτή ράβδος, σκάρα, κρεμαστάρι, φάτνη, παχνί, τροχός βασανιστηρίων, βασανιστήριο, καλπασμός ίππου, καταστροφή; VERB: βασανίζω; USER: ράφι, σχάρα, rack, ραφιού, ραφιών

GT GD C H L M O
range /reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα; VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές; USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος

GT GD C H L M O
ranges /reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα; USER: σειρές, περιοχές, κλίμακες, κυμαίνεται, εύρος

GT GD C H L M O
re /riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του; NOUN: ρε; USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι

GT GD C H L M O
reach /riːtʃ/ = NOUN: έκταση, φθάσιμο, τέντωμα, εφικτή απόσταση; VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι; USER: φθάσουν, φτάσουν, φτάσετε, φτάσει, φθάσει, φθάσει

GT GD C H L M O
reachable = USER: προσβάσιμο, προσβάσιμα, προσβάσιμος, προσβάσιμη, προσβάσιμες

GT GD C H L M O
real /rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός; NOUN: έμπρακτα, ρεάλι; USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές

GT GD C H L M O
realize /ˈrɪə.laɪz/ = VERB: αντιλαμβάνομαι, πραγματοποιώ, εννοώ; USER: συνειδητοποιούν, συνειδητοποιήσουν, συνειδητοποιήσουμε, να συνειδητοποιήσουν, συνειδητοποιήσει

GT GD C H L M O
realized /ˈrɪə.laɪz/ = VERB: αντιλαμβάνομαι, πραγματοποιώ, εννοώ; USER: συνειδητοποίησε, υλοποιηθεί, συνειδητοποίησα, πραγματοποιηθεί, συνειδητοποιήσει

GT GD C H L M O
really /ˈrɪə.li/ = ADVERB: πραγματικά, όντως, πραγματικώς; USER: πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικά να, πραγματικότητα, πραγματικότητα

GT GD C H L M O
reason /ˈriː.zən/ = NOUN: λόγος, αιτία, λογικό, φρένα; VERB: συζητώ, λογικεύομαι, κρίνω; USER: λόγος, αιτία, λόγο, λόγω, λόγος για, λόγος για

GT GD C H L M O
reasons /ˈriː.zən/ = NOUN: αιτιολογικό; USER: λόγους, τους λόγους, λόγοι, λόγων, λόγους που

GT GD C H L M O
rebuild /ˌriːˈbɪld/ = VERB: ανοικοδομώ, κτίζω πάλι; USER: ανοικοδόμηση, ξαναχτίσουν, την ανοικοδόμηση, ανοικοδομήσουν, ανακατασκευή

GT GD C H L M O
recognize /ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω; USER: αναγνωρίζω, αναγνωρίζουν, αναγνωρίσει, αναγνωρίζει, αναγνωρίσουν

GT GD C H L M O
recognizes /ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω; USER: αναγνωρίζει, αναγνωρίζει την, αναγνωρίζεται

GT GD C H L M O
record /rɪˈkɔːd/ = NOUN: ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, έγγραφο, σημείωμα, αναγραφή, δίσκος φωνογράφου; VERB: καταγράφω, ηχογραφώ, εγγράφω, αναγράφω, φωνογραφώ, καταχωρίζω; USER: ρεκόρ, μητρώο, καταγραφή, ιστορικό, πρακτικά

GT GD C H L M O
recorded /riˈkôrd/ = ADJECTIVE: εγγεγραμμένος; USER: καταγράφονται, καταγράφεται, καταγράφηκαν, πραγματική, καταγραφεί

GT GD C H L M O
reduce /rɪˈdjuːs/ = VERB: περιορίζω, ελαττώ, ελαττώνω, χαμηλώνω, μετατρέπω, περιστέλλω; USER: μείωση, μείωση των, τη μείωση, να μειώσει, μειώσει

GT GD C H L M O
regardless /rɪˈɡɑːd.ləs/ = ADJECTIVE: απρόσεκτος, ασεβής, ανευλαβής; USER: ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, ασχέτως, άσχετα

GT GD C H L M O
regional /ˈriː.dʒən.əl/ = ADJECTIVE: περιφερειακός, τοπικός, χωρικός; USER: περιφερειακός, περιφερειακών, περιφερειακές, περιφερειακή, περιφερειακό

GT GD C H L M O
related /rɪˈleɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: συγγενεύων; USER: που σχετίζονται, σχετίζονται, σχετίζεται, αφορούν, συνδέονται

GT GD C H L M O
relationships /rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια; USER: σχέσεις, σχέσεων, τις σχέσεις, οι σχέσεις, των σχέσεων

GT GD C H L M O
relevance /ˈrel.ə.vəns/ = NOUN: συνάφεια, σχετικότητα, σχέση, αρμοδιότητα, σχετικότης, αρμοδιότης; USER: συνάφεια, τη συνάφεια, σχετικότητα, συνάφεια με

GT GD C H L M O
report /rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος; VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω; USER: έκθεση, αναφέρουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφορά

GT GD C H L M O
represent /ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω; USER: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύουν, αποτελούν, αντιπροσωπεύει, εκπροσωπούν

GT GD C H L M O
required /rɪˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: υποχρεούμαι; USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, που απαιτείται, χρειάζεται

GT GD C H L M O
resemblance /rɪˈzem.bləns/ = NOUN: ομοιότητα, ομοιότης; USER: ομοιότητα, ομοιότητες, ομοιότητα με, ομοιότητας, ομοιότητά

GT GD C H L M O
resorts /rɪˈzɔːt/ = NOUN: θέρετρο, προσφυγή, καταφύγιο, εντευκτήριο; VERB: καταφεύγω, προσφεύγω, συχνάζω; USER: θέρετρα, χιονοδρομικά, θέρετρων, άρθρα, εσάς

GT GD C H L M O
respect /rɪˈspekt/ = NOUN: σεβασμός, εκτίμηση, σέβας; VERB: σέβομαι, εκτιμώ, αφορώ; USER: σεβασμός, αφορά, για, σεβασμό, όσον αφορά

GT GD C H L M O
response /rɪˈspɒns/ = NOUN: απάντηση, απόκριση, αντίλογος, αντίφωνο; USER: απάντηση, απόκριση, ανταπόκριση, απόκρισης, αντίδραση

GT GD C H L M O
responses /rɪˈspɒns/ = NOUN: απάντηση, απόκριση, αντίλογος, αντίφωνο; USER: απαντήσεις, απαντήσεων, αντιδράσεις, αποκρίσεις, ανταποκρίσεις

GT GD C H L M O
result /rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο; VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω; USER: αποτέλεσμα, οδηγήσει, ως αποτέλεσμα, προκαλέσει, έχει ως αποτέλεσμα

GT GD C H L M O
results /rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο; VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω; USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που

GT GD C H L M O
retailer /ˈriː.teɪ.lər/ = NOUN: έμπορος λιανικής, μεταπράτης, μικρέμπορος, πωλών λιανικώς; USER: έμπορος λιανικής, λιανοπωλητή, λιανικής πώλησης, λιανοπωλητής, πωλητή

GT GD C H L M O
reviews /rɪˈvjuː/ = NOUN: κριτική, αναθεώρηση, ανασκόπηση, επιθεώρηση; VERB: αναθεωρώ; USER: σχόλια, κριτικές, αξιολογήσεις, κριτικών, Οι κριτικές

GT GD C H L M O
right /raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό; ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος; ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν; VERB: δικαιώ, επανορθώ; USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος

GT GD C H L M O
robots /ˈrəʊ.bɒt/ = NOUN: ρομπότ, εργάτης, μηχανικός, μηχανικώς εργαζόμενος; USER: ρομπότ, τα ρομπότ, robots, ρομποτ, ρομπότ που

GT GD C H L M O
robust /rəʊˈbʌst/ = ADJECTIVE: εύρωστος, ρωμαλέος, εύσωμος; USER: εύρωστος, ισχυρή, ισχυρό, εύρωστη, εύρωστο

GT GD C H L M O
roll /rəʊl/ = NOUN: ρολό, κύλινδρος, ρόλος, τόπι, αρτίσκος, κατάλογος, ψωμάκι; VERB: κυλώ, τσουλάω, τυλίσσω, κυλίω, κυλιόμαι, τυλίσσομαι; USER: ρολό, κυλήσει, roll, κυλήστε, αναπτύξουν

GT GD C H L M O
room /ruːm/ = NOUN: δωμάτιο, αίθουσα, χώρος, τόπος; VERB: κατοικώ; USER: δωμάτιο, αίθουσα, δωματίου, δωμάτια, δωματίων, δωματίων

GT GD C H L M O
rooted /ruːt/ = ADJECTIVE: ριζωμένος, ερριζωμένος; USER: ριζωμένος, ρίζες, ριζωμένη, τις ρίζες, ρίζες τους

GT GD C H L M O
roughly /ˈrʌf.li/ = ADVERB: βάναυσως, τραχέως; USER: περίπου, χονδρικά, προσέγγιση, κατά προσέγγιση, σχεδόν

GT GD C H L M O
routes /ruːt/ = NOUN: διαδρομή, πορεία, δρόμος; VERB: διευθύνω, ορίζω τον δρόμον, ορίζω την πορείαν; USER: διαδρομές, δρομολόγια, Δρόμοι, γραμμές, διαδρομών

GT GD C H L M O
routing /raʊt/ = NOUN: δρομολόγηση; USER: δρομολόγηση, δρομολόγησης, τη δρομολόγηση, routing, διαδρομής

GT GD C H L M O
running /ˈrʌn.ɪŋ/ = NOUN: τρέξιμο, τρέχων; ADJECTIVE: τρεχάτος; USER: τρέξιμο, λειτουργία, τρέχει, λειτουργίας, λειτουργεί

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
sad /sæd/ = ADJECTIVE: λυπημένος, λυπηρός, άθυμος, πικραμένος, κατηφής; USER: λυπημένος, θλιβερή, λυπηρό, θλιβερό, sad

GT GD C H L M O
said /sed/ = USER: είπε, δήλωσε, δήλωσε ο, είπε ο, είπε ο

GT GD C H L M O
sale /seɪl/ = NOUN: πώληση, εκπτώσεις, πώλησις, ευκαιρία; USER: πώληση, πώλησης, Τιμή πώλησης, Τιμή πώλησης

GT GD C H L M O
sales /seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός; USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις

GT GD C H L M O
salesforce = USER: πωλητών, salesforce, προσωπικό πωλήσεων, Προώθησης Πωλήσεων, δίκτυο πωλήσεων αλλά

GT GD C H L M O
same /seɪm/ = NOUN: ίδιο; ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος; PRONOUN: ίδιος; USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας

GT GD C H L M O
san = USER: san, Σαν, Αγίου, προορισμό Σαν, τοποθεσία Σαν

GT GD C H L M O
sasha = USER: Sasha, Σάσα, Ο Sasha, ο Σάσα, η Σάσα,

GT GD C H L M O
saturday /ˈsæt.ə.deɪ/ = NOUN: Σάββατο; USER: Σάββατο, Σαββάτου, του Σαββάτου, το Σάββατο

GT GD C H L M O
saw /sɔː/ = NOUN: πριόνι, ρητό, πριόνιο, γνωμικό, παροιμία; VERB: πριονίζω; USER: πριόνι, είδε, είδα, είδαν, είδαμε, είδαμε

GT GD C H L M O
say /seɪ/ = VERB: λέγω; USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε

GT GD C H L M O
saying /ˈseɪ.ɪŋ/ = NOUN: ρητό, παροιμία; USER: ρητό, παροιμία, λέγοντας, λέει, λένε, λένε

GT GD C H L M O
says /seɪ/ = USER: λέει, λέει ο, λέει η, λέει η

GT GD C H L M O
scalable /ˈskeɪ.lə.bl/ = ADJECTIVE: ανάβατος; USER: επεκτάσιμη, κλιμακούμενη, κλιμακούμενες, επεκτάσιμο, Scalable

GT GD C H L M O
scale /skeɪl/ = NOUN: κλίμακα, ζυγαριά, κλίμαξ, λέπι, πλάστιγγα, ιεράρχηση, λέπιο; VERB: σκαλώνω, αναρριχώμαι; USER: κλίμακα, κλίμακας, μέγεθος, διαστάσεων, ζυγαριά

GT GD C H L M O
scan /skæn/ = NOUN: σάρωση; VERB: ανιχνεύω, εξετάζω προσεκτικώς, εξονυχίζω, αναγιγνώσκω εμμέτρως; USER: σάρωση, σαρώσετε, σαρώσει, ανιχνεύσει, σάρωσης

GT GD C H L M O
scanning /skæn/ = NOUN: έρευνα, έμμετρος ανάγνωση, κριτική έρευνα; USER: σάρωσης, σάρωση, τη σάρωση, ανίχνευση, σαρώσεως

GT GD C H L M O
scenario /sɪˈnɑː.ri.əʊ/ = NOUN: σενάριο, υπόθεση κηνιματογραφικού έργου; USER: σενάριο, το σενάριο, σεναρίου, σεναρίων

GT GD C H L M O
scenarios /sɪˈnɑː.ri.əʊ/ = NOUN: σενάριο, υπόθεση κηνιματογραφικού έργου; USER: σενάρια, σεναρίων, τα σενάρια, σενάρια που

GT GD C H L M O
scenes /siːn/ = NOUN: σκηνή; USER: σκηνές, σκηνών, παρασκήνια, τις σκηνές, παρασκήνιο

GT GD C H L M O
school /skuːl/ = NOUN: σχολείο, σχολή, κοπάδι ψάρια, πλήθος ιχθύων; VERB: εκπαιδεύω, παιδαγωγώ; USER: σχολείο, σχολή, σχολείου, το σχολείο, σχολική, σχολική

GT GD C H L M O
scientists /ˈsaɪən.tɪst/ = NOUN: επιστήμονας, επιστήμων; USER: επιστήμονες, οι επιστήμονες, επιστημόνων, τους επιστήμονες, των επιστημόνων

GT GD C H L M O
scratch /skrætʃ/ = NOUN: γρατσουνιά, ξύσιμο, αμυχή, γραμμή εκκινήσεως δρομέων; VERB: τσουγκρανίζω, ξύνω, αποσύρω ίππον από ιπποδρομίαν; ADJECTIVE: τυχαίος; USER: μηδέν, το μηδέν, χαράξει, γρατσουνίσετε, ξύστε

GT GD C H L M O
screens /skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου; USER: οθόνες, οθονών, οθόνη, σίτες, οθόνης

GT GD C H L M O
scroll /skrəʊl/ = NOUN: πάπυρος, κύλινδρος χάρτου, κύλινδρος πάπυρου, κοσμητικό ομοίωμα τοιούτου; ADJECTIVE: έγγραφος; USER: μετακινηθείτε, κύλιση, μεταβείτε, μετακινηθείτε προς τα, μετακινηθείτε προς

GT GD C H L M O
seamlessly /ˈsiːm.ləs/ = USER: απρόσκοπτα, αδιάλειπτα, χωρίς ραφή, άψογα, αρμονικά

GT GD C H L M O
search /sɜːtʃ/ = NOUN: έρευνα, ψάξιμο; VERB: ψάχνω, ερευνώ, ζητώ; USER: αναζήτηση, Αναζητήστε, αναζητήσετε, αναζήτησης, ψάξετε

GT GD C H L M O
season /ˈsiː.zən/ = NOUN: εποχή, σαιζόν, ώρα του έτους; VERB: μετριάζω, ψήνω, αρτύω, εξοικειώ, εξοικειούμαι, ωριμάζω; USER: εποχή, σαιζόν, σεζόν, περίοδο, περιόδου

GT GD C H L M O
seat /siːt/ = NOUN: έδρα, κάθισμα, θέση, κατοικία; VERB: κάθωμαι, βάλλω κάποιον να καθήσει, καθίζω; USER: κάθισμα, έδρα, θέση, καθίσματος, έδρας

GT GD C H L M O
seats /siːt/ = NOUN: έδρα, κάθισμα, θέση, κατοικία; VERB: κάθωμαι, βάλλω κάποιον να καθήσει, καθίζω; USER: θέσεις, καθίσματα, θέσεων, έδρες, καθισμάτων

GT GD C H L M O
second /ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος; NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας; VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω; USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης

GT GD C H L M O
secure /sɪˈkjʊər/ = ADJECTIVE: ασφαλής; VERB: ασφαλίζω, εξασφαλίζω; USER: ασφαλής, εξασφαλίσει, εξασφάλιση, διασφάλιση, εξασφαλίσουν

GT GD C H L M O
see /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε

GT GD C H L M O
seeing /si:/ = ADJECTIVE: βλέπων; USER: βλέποντας, βλέπουμε, δείτε, δει, να δει

GT GD C H L M O
seek /siːk/ = VERB: ζητώ, επιζητώ, αναζητώ κάτι; USER: αναζητήσουν, επιδιώξει, επιδιώκουν, αναζητούν, ζητούν

GT GD C H L M O
seems /sēm/ = VERB: φαίνομαι; USER: φαίνεται, φαίνεται ότι, φαίνεται να, μοιάζει

GT GD C H L M O
seen /siːn/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; USER: δει, φαίνεται, θεωρείται, παρατηρηθεί, παρατηρείται

GT GD C H L M O
segments /ˈseɡ.mənt/ = NOUN: τμήμα, τεμάχιο; VERB: διατέμνω; USER: τμήματα, τμημάτων, τα τμήματα, τομέων, τομείς

GT GD C H L M O
select /sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω; ADJECTIVE: εκλεκτός; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, επιλογή, επιλέξει, επιλέγετε

GT GD C H L M O
selling /ˌbestˈsel.ər/ = NOUN: πώληση, πωλών; USER: πώληση, πώλησης, πωλούν, την πώληση, πωλήσεις

GT GD C H L M O
send /send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω; USER: αποστολή, στείλετε, στείλτε, να στείλετε, στείλει

GT GD C H L M O
sent /sent/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω; USER: αποστέλλονται, αποστέλλεται, έστειλε, απέστειλε, στείλει

GT GD C H L M O
separate /ˈsep.ər.ət/ = ADJECTIVE: ξεχωριστός, χωριστός; VERB: χωρίζω, διαχωρίζω, ξεχωρίζω, διαχωρίζομαι; USER: ξεχωριστός, χωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
serving /ˈsɜː.vɪŋ/ = NOUN: σερβίρισμα, έκτιση; USER: σερβίρισμα, εξυπηρετούν, σερβίρει, που εξυπηρετούν, που σερβίρει, που σερβίρει

GT GD C H L M O
set /set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο; VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ; ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός; USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε

GT GD C H L M O
several /ˈsev.ər.əl/ = ADJECTIVE: διάφοροι; PRONOUN: μερικοί; USER: διάφοροι, αρκετές, πολλές, πολλά, διάφορες

GT GD C H L M O
shape /ʃeɪp/ = NOUN: σχήμα, μορφή, φόρμα; VERB: μορφώ, διαπλάσσω; USER: σχήμα, διαμορφώσουν, διαμορφώνουν, διαμορφώσει, διαμόρφωση

GT GD C H L M O
share /ʃeər/ = NOUN: μερίδιο, μετοχή, μερίδα, υνί, μέρος ποσοστό, μετοχή χρηματιστηρίου, ρεφενές; VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω; USER: μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, το μερίδιο, ποσοστό

GT GD C H L M O
she /ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη; USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια

GT GD C H L M O
sheep /ʃiːp/ = NOUN: πρόβατα, πρόβατο, αρνί, δέρμα πρόβατου; USER: πρόβατα, πρόβατο, προβάτων, προβατοειδών, τα πρόβατα

GT GD C H L M O
shirt /ʃɜːt/ = NOUN: πουκάμισο, υποκάμισο; USER: πουκάμισο, shirt, φανέλα, μπλούζα, μπλουζάκι, μπλουζάκι

GT GD C H L M O
shirts /ʃɜːt/ = NOUN: πουκάμισο, υποκάμισο; USER: shirts, πουκάμισα, μπλουζάκια, φανέλες, φανέλα

GT GD C H L M O
shopping /ˈʃɒp.ɪŋ/ = NOUN: ψώνια, αγορά, ψώνισμα; USER: ψώνια, αγορών, αγορές, εμπορικό, εμπορική

GT GD C H L M O
show /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε

GT GD C H L M O
showing /ˈʃəʊ.ɪŋ/ = NOUN: επίδειξη, εκδήλωση; USER: επίδειξη, δείχνει, που δείχνει, δείχνουν, που δείχνουν

GT GD C H L M O
shown /ʃəʊn/ = VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: εμφανίζονται, φαίνεται, εμφανίζεται, που εμφανίζονται, δείξει

GT GD C H L M O
showtime = USER: showtime, παράσταση αρχίζει, Showtime που, ώρα για σόου, ώρα για σόου που

GT GD C H L M O
side /saɪd/ = NOUN: πλευρά, μέρος, πλευρό, μεριά; ADJECTIVE: πλάγιος; USER: πλευρά, πλευράς, πλευρά της, πλάι, πλευρικά

GT GD C H L M O
significant /sigˈnifikənt/ = ADJECTIVE: σημαντικός, σπουδαίος, βαρυσήμαντος; USER: σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά

GT GD C H L M O
silicon /ˈsɪl.ɪ.kən/ = NOUN: πυρίτιο; USER: πυρίτιο, πυριτίου, του πυριτίου, σιλικόνης, σιλικόνη

GT GD C H L M O
similar /ˈsɪm.ɪ.lər/ = ADJECTIVE: παρόμοιος, όμοιος, παραπλήσιος; USER: παρόμοιος, παρόμοια, παρόμοιες, παρόμοιο, παρόμοιων, παρόμοιων

GT GD C H L M O
simply /ˈsɪm.pli/ = ADVERB: απλά, απλώς, μόνο, απλούστατα; USER: απλά, απλώς, μόνο, απλά να, απλή, απλή

GT GD C H L M O
since /sɪns/ = PREPOSITION: seit; CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo; ADVERB: seitdem, inzwischen; USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το

GT GD C H L M O
single /ˈsɪŋ.ɡl̩/ = ADJECTIVE: μονόκλινο, μόνος, άγαμος, χωριστός, ανύπανδρος; VERB: ξεχωρίζω; USER: μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας

GT GD C H L M O
sister /ˈsɪs.tər/ = NOUN: αδελφή, αδερφή, νοσοκόμα, καλόγρια; USER: αδελφή, αδερφή, η αδελφή, αδελφής, την αδελφή

GT GD C H L M O
sit /sɪt/ = VERB: καθίζω, κάθημαι, επικάθημαι, συνεδριάζω, ποζάρω; USER: κάθονται, καθίσει, να καθίσει, καθίστε, καθίσουν, καθίσουν

GT GD C H L M O
situations /sɪt.juˌeɪ.ʃənz ˈveɪ.kənt/ = NOUN: κατάσταση, θέση, τοποθεσία; USER: καταστάσεις, καταστάσεων, περιπτώσεις, τις καταστάσεις, καταστάσεις που

GT GD C H L M O
six /sɪks/ = USER: six-, six; USER: έξι, έξη, από έξι

GT GD C H L M O
size /saɪz/ = NOUN: μέγεθος, διάσταση, νούμερο, κόλλα, ανάστημα; VERB: τοποθετώ κατά μεγέθη, εκμετρώ, εκτιμώ, κολλώ, κολλαρίζω; USER: μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, size

GT GD C H L M O
skateboarding /ˈskeɪtˌbɔː.dɪŋ/ = USER: skateboarding, σκέιτμπορντ, σκέιτ μπορντ, κάνει σκέιτ μπορντ, το skateboard

GT GD C H L M O
skip /skɪp/ = VERB: παραλείπω, πηδώ, χοροπηδώ, υπερπηδώ; NOUN: πήδημα, κάδος εσκαφέα; USER: skip, παραλείψτε, παραλείψετε, παρακάμψετε, μεταπήδηση

GT GD C H L M O
slac

GT GD C H L M O
slack /slæk/ = NOUN: χαλαρότητα, χαλαρός, χαλαρότης, καρβουνόσκονη, αναδουλειά, απόρριμα άνθρακος; ADJECTIVE: χαλαρός, βραδύς; USER: χαλαρότητα, χαλαρός, χαλαρό, slack, νεκρή

GT GD C H L M O
slacking /slæk/ = USER: χαλάρωμα, χαλαρώσει, τεμπελιάζετε, χαλαρώνουν,

GT GD C H L M O
sleep /sliːp/ = NOUN: ύπνος; VERB: κοιμάμαι, κοιμώμαι; USER: ύπνος, κοιμάμαι, ύπνο, κοιμηθεί, κοιμούνται, κοιμούνται

GT GD C H L M O
slides /slaɪd/ = NOUN: ολίσθηση, τσουλήθρα, πλαξ διά προβολή, τσουλήθρα παιδική, φωτεινή εικόνα, κάτι ολισθαινό; USER: διαφάνειες, διαφανειών, slides, τσουλήθρες, πλάκες

GT GD C H L M O
slightly /ˈslaɪt.li/ = ADVERB: ελαφρώς, λίγο; USER: ελαφρώς, λίγο, ελαφρά, κάπως, ελάχιστα

GT GD C H L M O
slow /sləʊ/ = ADJECTIVE: αργός, βραδύς; VERB: βραδύνω; USER: αργός, επιβραδύνει, αργή, επιβραδύνουν, να επιβραδύνει

GT GD C H L M O
slower /sləʊ/ = USER: βραδύτερη, πιο αργή, βραδύτερο, πιο αργά, αργή

GT GD C H L M O
slowly /ˈsləʊ.li/ = ADVERB: αργά, σιγά; USER: αργά, σιγά, βραδέως, αργή

GT GD C H L M O
smart /smɑːt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, κομψός, ξύπνιος, οξύς, ζωηρός, δριμύς; NOUN: μάγκας, πόνος; VERB: πονώ, τσούζω; USER: έξυπνος, έξυπνη, έξυπνο, έξυπνες, έξυπνα

GT GD C H L M O
smile /smaɪl/ = NOUN: χαμόγελο, μειδίαμα; VERB: μειδιώ; USER: χαμόγελο, χαμογελούν, χαμογελάσει, χαμογελά, το χαμόγελο

GT GD C H L M O
sms

GT GD C H L M O
snap /snæp/ = NOUN: θραύση, αυτόματο κλείθρο, κακοκαιρία, στιγμιαίος κρότος; VERB: δαγκώνω, σπάζω, θραύω, κροτώ, αρπάζω, ομιλώ αποτόμως, ανοιγοκλείνω, φωτογραφώ στιγμιαίως; USER: θραύση, snap, σπάσει απότομα, κουμπώστε, συμπληρωματικό πρόγραμμα

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
social /ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός; USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές

GT GD C H L M O
societies /səˈsaɪ.ə.ti/ = NOUN: κοινωνία, εταιρία, σύλλογος, συντροφιά, αριστοκρατία; USER: κοινωνίες, κοινωνιών, τις κοινωνίες, των κοινωνιών, εταιρείες

GT GD C H L M O
software /ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό; USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού

GT GD C H L M O
solution /səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση; USER: διάλυμα, λύση, διαλύματος, λύσης, επίλυση

GT GD C H L M O
solutions /səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση; USER: λύσεις, διαλύματα, λύσεων, λύσεις που, λύσεις για

GT GD C H L M O
solving /sɒlv/ = VERB: λύνω, επιλύω, λύω; USER: επίλυση, την επίλυση, επίλυσης, την επίλυση των, επίλυση των

GT GD C H L M O
some /səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος; ADVERB: περίπου; USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια

GT GD C H L M O
somebody /ˈsʌm.bə.di/ = PRONOUN: κάποιος, κάποια; USER: κάποιος, κάποιον, κάποιου, κάποιο, κάποιος να, κάποιος να

GT GD C H L M O
someone /ˈsʌm.wʌn/ = PRONOUN: κάποιος, κάποια; USER: κάποιος, κάποιον, κάποιον φίλο, σε κάποιον φίλο, σε κάποιον

GT GD C H L M O
something /ˈsʌm.θɪŋ/ = PRONOUN: κάτι; USER: κάτι, κάτι που, κάτι το, κάτι για, κάτι για

GT GD C H L M O
son /sʌn/ = NOUN: γιός, υιός; USER: υιός, γιός, γιος, γιο, ο γιος

GT GD C H L M O
sophisticated /səˈfistəˌkāt/ = ADJECTIVE: πολύπειρος, ραφιναρισμένος, πονηρευμένος; USER: εξελιγμένα, σοφιστικέ, εξελιγμένο, εξελιγμένες, εκλεπτυσμένο

GT GD C H L M O
sort /sɔːt/ = NOUN: είδος; VERB: ταξινομώ, διαλέγω; USER: είδος, Ταξινόμηση, είδους, ταξινόμησης, Ανά

GT GD C H L M O
space /speɪs/ = NOUN: χώρος, διάστημα, τόπος; VERB: αραιώνω; USER: διάστημα, χώρος, χώρο, χώρου, κόπηκε

GT GD C H L M O
speak /spiːk/ = VERB: μιλώ, ομιλώ, κουβεντιάζω; USER: μιλώ, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν, μιλήσουν

GT GD C H L M O
speaking /-spiː.kɪŋ/ = NOUN: ομιλία, ομιλών; USER: ομιλία, μιλώντας, γραμμές, μιλάει, ομιλίας, ομιλίας

GT GD C H L M O
speaks /spiːk/ = VERB: μιλώ, ομιλώ, κουβεντιάζω; USER: μιλάει, μιλά, ομιλεί, μιλάει για, λέει, λέει

GT GD C H L M O
specific /spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος; USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες

GT GD C H L M O
specifically /spəˈsɪf.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: ειδικά, ειδικώς, ορισμένως; USER: ειδικά, ειδικώς, συγκεκριμένα, ειδικότερα, ιδίως, ιδίως

GT GD C H L M O
spend /spend/ = VERB: ξοδεύω, δαπανώ, αναλώνω, εξοδεύω; USER: ξοδεύουν, δαπανούν, περνούν, περάσετε, περάσουν, περάσουν

GT GD C H L M O
spin /spɪn/ = VERB: στροβιλίζω, κλώθω, γνέθω, νήθω, στρηφογυρίζω, τρέχω; NOUN: περιστροφική κίνηση; USER: περιστροφή, γύρισμα, γυρίσετε, γυρνάνε, περιστρέφονται

GT GD C H L M O
spoke /spəʊk/ = NOUN: ακτίνα, ακτίς τροχού, βαθμίδα κλίμακος, αχτίνα; USER: μίλησε, Παρεμβαίνει, Παρεμβαίνουν, μίλησαν, Παρεμβαίνουν οι

GT GD C H L M O
spot /spɒt/ = NOUN: σημείο, κηλίδα, τόπος, στίγμα, κηλίς, λεκές; VERB: κηλιδώνω, σημειώνω, στίζω; USER: σημείο, κηλίδα, τόπου, spot, επιτόπου

GT GD C H L M O
spots /spɒt/ = NOUN: σημείο, κηλίδα, τόπος, στίγμα, κηλίς, λεκές; USER: κηλίδες, σημεία, spots, σποτ, τα σημεία

GT GD C H L M O
stages /steɪdʒ/ = NOUN: στάδιο, φάση, σκηνή, εξέδρα, λεωφορείο, παλκοσενικό; VERB: αναβιβάζω επί της σκηνής, σκηνοθετώ; USER: στάδια, τα στάδια, σταδίων, Διαδρομή, φάσεις

GT GD C H L M O
stagnated = VERB: λιμνάζω, τελματώνω, αδρανώ; USER: στάσιμες, παρέμεινε στάσιμη, παραμένει στάσιμη, παρέμειναν στάσιμες, έμεινε στάσιμη,

GT GD C H L M O
stands /stænd/ = NOUN: στάση, εξέδρα, βάθρο, σταμάτημα, παράπηγμα, στάντζα; VERB: στέκομαι, αντέχω, στέκω, ίσταμαι, υπομένω, κείμαι; USER: στέκεται, περίπτερα, ξεχωρίζει, βρίσκεται, σημαίνει

GT GD C H L M O
start /stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα; VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
started /stɑːt/ = VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, αρχίσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
starting /stɑːt/ = NOUN: εκκίνηση, ξεκίνημα; ADJECTIVE: εκκινών, αρχίζων; USER: εκκίνηση, εκκίνησης, έναρξη, ξεκινώντας, την έναρξη

GT GD C H L M O
starts /stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα; VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: ξεκινά, αρχίζει, ξεκινάει, αρχίζει να, αρχίσει

GT GD C H L M O
steal /stiːl/ = VERB: κλέβω, κινούμαι λαθραίως, κλέπτω, δραπετεύω; NOUN: κλοπή; USER: κλέβω, κλοπή, κλέψει, κλέψουν, κλέβουν

GT GD C H L M O
steps /step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα; VERB: πατώ, βηματίζω; USER: βήματα, μέτρα, τα βήματα, στάδια, ενέργειες

GT GD C H L M O
stick /stɪk/ = NOUN: ραβδί, ράβδος, ξύλο; VERB: κολλώ, εμμένω, βάλλω, προσκολλώ, κόλλωμαι, κεντώ, αμηχανώ, τοιχοκολλώ; USER: ραβδί, κολλήσει, επιμείνουμε, να κολλήσει, κολλήσετε

GT GD C H L M O
still /stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως; ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος; NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος; VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω; USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν

GT GD C H L M O
store /stɔːr/ = NOUN: κατάστημα, αποθήκη, μαγαζί, παρακαταθήκη, στοκ, μέγα ποσό; VERB: εφοδιάζω, εναποθηκεύω; USER: αποθήκευση, αποθηκεύουν, αποθηκεύσετε, αποθηκεύσει, αποθηκεύει

GT GD C H L M O
storing /stɔːr/ = NOUN: εναποθήκευση; USER: εναποθήκευση, αποθήκευση, την αποθήκευση, αποθήκευσης, αποθήκευση των

GT GD C H L M O
strong /strɒŋ/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός, γερός, ρωμαλέος; USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρή, ισχυρό, έντονη

GT GD C H L M O
structured /ˈstrʌk.tʃəd/ = ADJECTIVE: δομημένος; USER: δομημένος, δομημένη, δομημένο, διαρθρωμένη, διαρθρωμένο

GT GD C H L M O
stuck /stʌk/ = VERB: κολλώ, εμμένω, βάλλω, προσκολλώ, κόλλωμαι, κεντώ, αμηχανώ, τοιχοκολλώ; USER: κολλήσει, κόλλησε, κολλημένος, κολλημένοι, κολλημένο

GT GD C H L M O
stuff /stʌf/ = NOUN: υλικό, ύλη, ανοησίες, ύφασμα, πανί; VERB: παραγεμίζω, βαλσαμώνω, γεμίζω; ADJECTIVE: άχρηστος; USER: υλικό, πράγματα, ουσία, τα πράγματα, stuff, stuff

GT GD C H L M O
styles /staɪl/ = NOUN: στυλ, ύφος, τρόπος, ρυθμός, γραφή, συρμός, λεκτικό; USER: στυλ, μορφές, τα στυλ, μορφών, στιλ

GT GD C H L M O
subsequently /ˈsʌb.sɪ.kwənt/ = ADVERB: ακολούθως, μεταγενέστερα; USER: μεταγενέστερα, ακολούθως, στη συνέχεια, συνέχεια, εν συνεχεία

GT GD C H L M O
subtitles /ˈsʌbˌtaɪ.tl̩/ = NOUN: υπότιτλος; USER: υπότιτλοι, υπότιτλους, subtitles, υποτίτλων, υπότιτλου

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
support /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη

GT GD C H L M O
sure /ʃɔːr/ = ADJECTIVE: σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής; ADVERB: βέβαια; USER: βέβαιος, σίγουρος, ότι, σίγουροι, βεβαιωθείτε, βεβαιωθείτε

GT GD C H L M O
surely /ˈʃɔː.li/ = ADVERB: ασφαλώς, βεβαίως; USER: ασφαλώς, βεβαίως, σίγουρα, σταθερά, είναι σίγουρα, είναι σίγουρα

GT GD C H L M O
surprise /səˈpraɪz/ = NOUN: έκπληξη, αιφνιδιασμός; VERB: ξαφνιάζω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, αιφνιδιάζω; USER: έκπληξη, surprise, αποτελεί έκπληξη, έκπληξή, έκπληξης

GT GD C H L M O
surprising /səˈpraɪ.zɪŋ/ = ADJECTIVE: εκπληκτικός; USER: εκπληκτικός, έκπληξη, εκπληκτικό, έκπληξη το γεγονός, προκαλεί έκπληξη

GT GD C H L M O
swipe /swaɪp/ = VERB: σουφρώνω, χτυπώ δυνατά, κτυπώ γερά, χτυπώ γερά, κτυπώ δυνατά, κλέπτω; NOUN: δυνατό κτύπημα; USER: σουφρώνω, δυνατό κτύπημα, ισχυρό κτύπημα, σύρετε, περάστε

GT GD C H L M O
switch /swɪtʃ/ = NOUN: διακόπτης, αλλαγή, διακόπτης ηλεκτρικών συρμάτων, κινητοί συνδετικοί ράβδοι σιδηροδρόμου, μαστίγιο, συνδετήρας ηλεκτρικών συρμάτων, λεπτή ράβδος, βέργα; VERB: αλλάζω διεύθυνση, κραδαίνω, μαστιγώνω, αλλάσω διεύθυνση; USER: αλλαγή, διακόπτης, μεταβείτε, εναλλαγή, στραφούν

GT GD C H L M O
system /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
tag /tæɡ/ = NOUN: ετικέτα, κυνηγητό παιχνίδι, μετάλλινη άκρα, σημείωμα προσδενομένο, τικέτα; VERB: σημειώ, παρακολουθώ; USER: ετικέτα, tag, ετικέτας, ετικέττα, ετικετών

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
taking /tāk/ = NOUN: λήψη, κατάληψη; ADJECTIVE: ελκυστικός, λαμβάνων; USER: λήψη, λαμβάνοντας, τη λήψη, λαμβανομένων, λαμβάνουν, λαμβάνουν

GT GD C H L M O
talk /tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη; VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ; USER: μιλήστε, μιλούν, μιλήσετε, μιλάμε, μιλήσουμε

GT GD C H L M O
talked /tɔːk/ = VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ; USER: μίλησε, μιλήσαμε, μιλήσει, μίλησα, μίλησαν

GT GD C H L M O
talking /ˈtɔː.kɪŋ.tuː/ = NOUN: ομιλία, λόγια; ADJECTIVE: ομιλών; USER: ομιλία, λόγια, μιλάμε, μιλάει, μιλώντας

GT GD C H L M O
talks /tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη; VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ; USER: συνομιλίες, συνομιλιών, τις συνομιλίες, συζητήσεις, μιλά

GT GD C H L M O
tap /tæp/ = VERB: τρυπώ, κτυπώ ελαφρώς, χτυπώ ελαφρώς, τραβώ υγρό; NOUN: σύνδεση, παρακέντηση; USER: αγγίξτε, πιέστε, πατήστε, επιλέξτε, χτυπήστε

GT GD C H L M O
tapping /tap/ = NOUN: τρύπημα, ελαφρός κτύπος, υποκλοπή τηλεφωνική; USER: τρύπημα, πατώντας, αγγίζοντας, αξιοποίηση, υποκλοπή

GT GD C H L M O
tax /tæks/ = NOUN: φόρος; VERB: φορολογώ, επιβαρύνω; USER: φόρος, φόρου, φόρο, φορολογικών, φορολογική

GT GD C H L M O
tea /tiː/ = NOUN: τσάι; USER: τσάι, τσαγιού, Παρασκευαστής καφέ, Tea, παροχές για τσάι, παροχές για τσάι

GT GD C H L M O
team /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; ADJECTIVE: ομαδικός; USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα

GT GD C H L M O
teams /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; USER: ομάδες, ομάδων, οι ομάδες, ομάδα, τις ομάδες

GT GD C H L M O
technical /ˈtek.nɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τεχνικός; USER: τεχνικός, τεχνική, τεχνικές, τεχνικών, τεχνικής

GT GD C H L M O
technology /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών

GT GD C H L M O
telegram /ˈtel.ɪ.ɡræm/ = NOUN: τηλεγράφημα; USER: τηλεγράφημα, τηλεγραφήματος, σύντομο μήνυμα, σύντομου μηνύματος

GT GD C H L M O
tell /tel/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ; USER: πείτε, πει, πω, ενημερώστε, λένε

GT GD C H L M O
tend /tend/ = VERB: τείνω, φροντίζω, κλίνω, φυλάσσω, φυλάττω, περιποιούμαι, ρέπω, συντελώ; USER: τείνουν, τάση, έχουν την τάση, τείνει, την τάση

GT GD C H L M O
tends /tend/ = VERB: τείνω, φροντίζω, κλίνω, φυλάσσω, φυλάττω, περιποιούμαι, ρέπω, συντελώ; USER: τείνει, τάση, έχει την τάση, τείνουν, συνήθως

GT GD C H L M O
term /tɜːm/ = NOUN: όρος, περίοδος, προθεσμία; VERB: ονομάζω; USER: όρος, περίοδος, όρο, όρου, διάρκειας

GT GD C H L M O
terms /tɜːm/ = NOUN: όροι; USER: όροι, όρους, αφορά, άποψη, όρων

GT GD C H L M O
terrific /təˈrɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: τρομακτικός, υπέροχος; USER: καταπληκτική, καταπληκτικό, terrific, θαυμάσια, τεράστια

GT GD C H L M O
test /test/ = NOUN: δοκιμή, εξέταση, κριτήριο, εξετάσεις, όστρακο, μέσο δοκιμής; VERB: δοκιμάζω; USER: δοκιμή, εξέταση, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, δοκιμασία

GT GD C H L M O
testing /ˈtes.tɪŋ/ = VERB: δοκιμάζω; USER: δοκιμές, δοκιμή, δοκιμών, δοκιμής, έλεγχο

GT GD C H L M O
text /tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα; USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων

GT GD C H L M O
texts /tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα; USER: Κείμενα, κειμένων, τα κείμενα, Κείμενα που, κείμενο

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
thank /θæŋk/ = VERB: ευχαριστώ; USER: ευχαριστώ, ευχαριστήσω, ευχαριστήσω τον, ευχαριστούμε, ευχαριστήσουμε

GT GD C H L M O
thanks /θæŋks/ = NOUN: ευχαριστίες; USER: ευχαριστίες, ευχαριστώ, χάρη, Ευχαριστούμε, Thanks

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
theater /ˈθɪə.tər/ = NOUN: θέατρο, θέατρο; USER: θέατρο, θεάτρου, το θέατρο, θεατρικές, theater

GT GD C H L M O
theaters /ˈθɪə.tər/ = NOUN: θέατρο; USER: θέατρα, τα θέατρα, θεάτρων, αίθουσες

GT GD C H L M O
theatre /ˈθɪə.tər/ = USER: θέατρο, θεάτρου, το θέατρο, θεατρικές, theater

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
them /ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς; USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά

GT GD C H L M O
then /ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν; USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
thing /θɪŋ/ = NOUN: πράγμα; USER: πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα, θέμα

GT GD C H L M O
things /θɪŋ/ = NOUN: πράγμα; USER: τα πράγματα, πράγματα, πράγματα που, πραγμάτων, δραστηριότητες, δραστηριότητες

GT GD C H L M O
think /θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι; USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε

GT GD C H L M O
thinking /ˈθɪŋ.kɪŋ/ = NOUN: σκέψη; ADJECTIVE: σκεπτόμενος; USER: σκέψη, σκεπτόμενος, σκέψης, σκέφτεται, σκέφτεστε, σκέφτεστε

GT GD C H L M O
third /θɜːd/ = USER: third-, third; USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων

GT GD C H L M O
thirteen /θɜːˈtiːn/ = USER: thirteen-, thirteen, thirteen; USER: δεκατρία, δεκατρείς, δεκατριών, δέκα τρία, δέκα τρεις

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
those /ðəʊz/ = PRONOUN: tamti; USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων

GT GD C H L M O
thought /θɔːt/ = NOUN: σκέψη, στοχασμός, αναλογισμός; USER: σκέψη, σκεφτεί, ότι, θεωρούν, σκέφτηκε, σκέφτηκε

GT GD C H L M O
thousand /ˈθaʊ.zənd/ = USER: thousand-, thousand, χιλιάδα; USER: χίλια, χιλιάδες, χιλ., χιλιάδων, χίλιες, χίλιες

GT GD C H L M O
three /θriː/ = USER: three-, three, three; USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
thunder /ˈθʌn.dər/ = NOUN: βροντή; VERB: βροντώ; USER: βροντή, Θάντερ, Thunder, βροντές, κεραυνό

GT GD C H L M O
ticket /ˈtɪk.ɪt/ = NOUN: εισιτήριο, δελτίο, τικέτο, θαμνώνας, κατάλογος υποψήφιων, σημείωμα; VERB: επισημειώ, μαρκάρω; USER: εισιτήριο, εισιτηρίων, εισιτηρίου, εισιτήρια για, για εισιτήρια

GT GD C H L M O
ticketing /ˈtikit/ = USER: έκδοση εισιτηρίων, εισιτηρίων, έκδοσης εισιτηρίων, εισιτήρια, ticketing,

GT GD C H L M O
tickets /ˈtɪk.ɪt/ = NOUN: εισιτήριο, δελτίο, τικέτο, θαμνώνας, κατάλογος υποψήφιων, σημείωμα; VERB: επισημειώ, μαρκάρω; USER: εισιτήρια, τα εισιτήρια, εισιτηρίων, εισιτήρια για, εισιτήριά

GT GD C H L M O
til /tɪl/ = USER: til, μέχρι τελικής, til το

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
tiny /ˈtaɪ.ni/ = ADJECTIVE: μικροσκοπικός, πολύ μικρός, μικρούτσικος; USER: μικροσκοπικός, μικρό, μικροσκοπικά, μικροσκοπικό, μικρή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
toe /təʊ/ = NOUN: δάχτυλο ποδιού, δάκτυλος του ποδός; VERB: φθάνω με τα δάκτυλα των ποδών; USER: δάχτυλο ποδιού, toe, δάχτυλο του ποδιού, δακτύλων, νύχια

GT GD C H L M O
together /təˈɡeð.ər/ = ADVERB: μαζί, ομού, αντάμα; USER: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, συνδυασμό

GT GD C H L M O
told /təʊld/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ; USER: είπε, δήλωσε, πει, είπαν, στους

GT GD C H L M O
tone /təʊn/ = NOUN: τόνος, χροιά; VERB: τονίζομαι, τονίζω; USER: τόνος, τόνο, ήχο, τόνου, τον τόνο

GT GD C H L M O
tonight /təˈnaɪt/ = ADVERB: απόψε; USER: απόψε, βράδυ, σήμερα το βράδυ, αποψινή

GT GD C H L M O
too /tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ; USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα

GT GD C H L M O
took /tʊk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: πήρε, έλαβε, έλαβαν, πήραν, ανέλαβε, ανέλαβε

GT GD C H L M O
top /tɒp/ = NOUN: κορυφή, πάνω, σβούρα, σκέπασμα; ADJECTIVE: ανώτατος; VERB: σκεπάζω, υπερβάλω; USER: κορυφή, πάνω, τοπ, κορυφαία, αρχή

GT GD C H L M O
touch /tʌtʃ/ = NOUN: επαφή, αφή, άγγιγμα, μικρή ποσότητα, μικρή ποσότης; VERB: αγγίζω, ακουμπώ, εγγίζω, αφορώ, συγκινώ, άπτομαι; USER: αγγίζετε, αγγίξτε, αγγίξετε, αγγίξει, αγγίζουν

GT GD C H L M O
towards /təˈwɔːdz/ = PREPOSITION: προς, περί, πλησίον; USER: προς, για, προς την, έναντι, μπαλιά

GT GD C H L M O
track /træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος; VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ; USER: τροχιά, παρακολουθείτε, παρακολούθηση, τραγουδιού, την παρακολούθηση

GT GD C H L M O
tracy = USER: tracy, Τρέισι

GT GD C H L M O
trade /treɪd/ = NOUN: εμπόριο, τέχνη; VERB: ανταλλάσσω, εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι; USER: εμπόριο, συναλλαγές, το εμπόριο, εμπορίου, εμπορικές, εμπορικές

GT GD C H L M O
traded /trād/ = VERB: ανταλλάσσω, εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι; USER: διαπραγματεύονται, εισηγμένες, αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύσιμες

GT GD C H L M O
trading /ˈtreɪ.dɪŋ/ = NOUN: εμπορία, διακίνηση; USER: εμπορία, συναλλαγών, διαπραγμάτευση, εμπορίας, διαπραγμάτευσης

GT GD C H L M O
trailer /ˈtreɪ.lər/ = NOUN: τροχόσπιτο, νταλίκα, ρυμουλκούμενος, σύρων, συρομένος, άμαξα συρομένη από αυτοκίνητο; USER: τροχόσπιτο, ρυμουλκούμενο, ρυμουλκούμενου, ρυμουλκουμένου, τρέιλερ

GT GD C H L M O
train /treɪn/ = NOUN: αμαξοστοιχία, τρένο, τραίνο, σειρά, ακολουθία, ειρμός, ουρά φορέματος; VERB: προπονούμαι, γυμνάζομαι, γυμνάζω, διευθύνω, προγυμνάζω, σύρω, εξασκώ, εξασκούμαι; USER: τρένο, αμαξοστοιχία, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας

GT GD C H L M O
training /ˈtreɪ.nɪŋ/ = NOUN: εκπαίδευση, προπόνηση, εξάσκηση, γύμναση; USER: εκπαίδευση, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης

GT GD C H L M O
transact /trænˈzækt/ = VERB: διεξάγω, διεκπεραιώνω, εκτελώ; USER: συναλλάσσονται, συναλλαγές, να συναλλάσσονται, συναλλάσσονται με, συναλλαγή

GT GD C H L M O
transaction /trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή; USER: συναλλαγή, πράξη, συναλλαγής, συναλλαγών, πράξης

GT GD C H L M O
transactions /trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή; USER: συναλλαγές, συναλλαγών, πράξεις, των συναλλαγών, οι συναλλαγές

GT GD C H L M O
transform /trænsˈfɔːm/ = VERB: μετατρέπω, μετασχηματίζω, μεταμορφώ, μεταμορφώνω; USER: μετασχηματισμό, μετατρέπουν, μετατρέψει, μετατροπή, μετατρέψουν

GT GD C H L M O
transformative /ˌtrænsˈfɔːmətɪv/ = ADJECTIVE: μεταμορφωτικός; USER: μετασχηματιστική, μετασχηματιστικής, μεταμορφωτική, μετασχηματιστικός, μετασχηματισμού

GT GD C H L M O
trash /træʃ/ = NOUN: σκουπίδια, απορρίμματα, σκύβαλα; ADJECTIVE: άχρηστα; USER: σκουπίδια, κάδο απορριμμάτων, απορρίμματα, απορρίμματα που, άχρηστα

GT GD C H L M O
travel /ˈtræv.əl/ = NOUN: ταξίδι, ταξίδιο; VERB: ταξιδεύω; USER: ταξίδι, ταξιδεύω, ταξιδεύουν, ταξιδέψετε, ταξιδέψουν

GT GD C H L M O
tremendous /trɪˈmen.dəs/ = ADJECTIVE: τρομακτικός, καταπληκτικός, τρομαχτικός; USER: τεράστια, τεράστιες, τεράστιο, τρομερή, τρομακτική

GT GD C H L M O
trick /trɪk/ = NOUN: τέχνασμα, απάτη, παιχνίδι, παιγνίδι, κατεργαριά, κόλπος; VERB: απατώ, ξεγελώ; USER: τέχνασμα, κόλπο, τρικ, τέχνασμα για, το τέχνασμα

GT GD C H L M O
trust /trʌst/ = NOUN: εμπιστοσύνη, καταπίστευμα, πίστη, παρακαταθήκη, τράστ, πίστωση, εμπορικός συνδυασμός; VERB: εμπιστεύομαι, έχω πίστη, έχω πεποίθηση; USER: εμπιστοσύνη, εμπιστεύονται, εμπιστευθείτε, εμπιστεύεστε, Αξιόπιστες

GT GD C H L M O
try /traɪ/ = VERB: προσπαθώ, δοκιμάζω, δικάζω, εκδικάζω; NOUN: δοκιμή, προσπάθεια; USER: προσπαθώ, δοκιμή, προσπάθεια, δοκιμάσετε, δοκιμάστε, δοκιμάστε

GT GD C H L M O
tues /tʌk/ = USER: Τρ., Τρ, ΤΡΙ, tues, Τριτ

GT GD C H L M O
turing = USER: Turing, αναδιάρθρωσης, Τούρινγκ, διάρθρωσης, σκευής

GT GD C H L M O
turn /tɜːn/ = NOUN: σειρά, στροφή, τροπή, στρίψιμο, γύρος; VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω; USER: σειρά, στροφή, ενεργοποιήσετε, τη σειρά, μετατρέψει

GT GD C H L M O
tweak /twiːk/ = NOUN: τσιμπιά; VERB: τσιμπώ, τσιμπώ δυνατά; USER: τσιμπιά, τσίμπημα, tweak, το τσίμπημα

GT GD C H L M O
tweets /twiːt/ = NOUN: τιτίβισμα, τσιτσίρισμα μικρού πτηνού; USER: tweets, τα tweet, Προσθήκη αυτής, Προσθήκη αυτής της

GT GD C H L M O
twenty /ˈtwen.ti/ = USER: twenty-, twenty; USER: είκοσι, εικοστή, από είκοσι, εικοστό

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
type /taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο; VERB: δακτυλογραφώ; USER: τύπος, τύπου, τύπο, είδος, τον τύπο

GT GD C H L M O
types /taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο; VERB: δακτυλογραφώ; USER: τύποι, τύπων, είδη, τύπους, τους τύπους

GT GD C H L M O
uber /ˈo͞obər/ = USER: uber, το uber,

GT GD C H L M O
ui = USER: ui, περιβάλλον χρήστη, ΚΠΕ, περιβάλλοντος εργασίας Χρήστη, διεπαφή χρήστη,

GT GD C H L M O
ultimately /ˈʌl.tɪ.mət.li/ = ADVERB: τελικά; USER: τελικά, τέλει, τελική ανάλυση, τελικώς

GT GD C H L M O
underlying /ˌəndərˈlī/ = ADJECTIVE: βασικός, βαθύτερος, κειμένος υποκάτω; USER: υποκείμενες, διέπουν, υποκειμένων, στηρίζεται, βασίζεται

GT GD C H L M O
underneath /ˌʌn.dəˈniːθ/ = PREPOSITION: κάτω από; ADVERB: υποκάτω; USER: κάτω από, κάτω, από κάτω, κάτω από το

GT GD C H L M O
understand /ˌʌn.dəˈstænd/ = VERB: pochopit, porozumět, rozumět, chápat, vyrozumět, usuzovat, mít pochopení; USER: καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβετε, καταλάβετε

GT GD C H L M O
unfortunately /ˌənˈfôrCHənətlē/ = ADVERB: δυστυχώς; USER: δυστυχώς, βρέθηκε

GT GD C H L M O
unique /jʊˈniːk/ = ADJECTIVE: μοναδικός, ανεπανάληπτος; USER: μοναδικός, μοναδική, μοναδικό, μοναδικά, μοναδικές

GT GD C H L M O
universal /ˌyo͞onəˈvərsəl/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος, γενικός; USER: καθολικής, καθολική, καθολικό, την καθολική, καθολικών

GT GD C H L M O
unlike /ʌnˈlaɪk/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, ανόμοιος; USER: σε αντίθεση με, σε αντίθεση, αντίθετα, αντίθεση, αντίθεση με

GT GD C H L M O
unpredictability /ˌʌn.prɪˈdɪk.tə.bl̩/ = USER: απρόβλεπτο, απρόβλεπτου, προβλεψιμότητα, προβλεψιμότητας, απρόβλεπτος

GT GD C H L M O
until /ənˈtɪl/ = PREPOSITION: μέχρι, έως, ίσαμε; CONJUNCTION: ώσπου, ότου; USER: μέχρι, έως, έως ότου, μέχρι τις, μέχρι να, μέχρι να

GT GD C H L M O
unveil /ʌnˈveɪl/ = VERB: αποκαλύπτω; USER: αποκαλύπτω, αποκαλύψει, παρουσιάσει, αποκαλύπτουν, αποκαλύψει το

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
update /ʌpˈdeɪt/ = VERB: εκσυγχρονίζω; USER: ενημέρωση, ενημερώσετε, ενημερώνει, ενημερώνουν, επικαιροποίηση

GT GD C H L M O
upon /əˈpɒn/ = PREPOSITION: επάνω σε, εις; USER: επάνω σε, κατά, κατόπιν, κατά την, μετά

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
used /juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος; USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί

GT GD C H L M O
user /ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος; USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης

GT GD C H L M O
users /ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες

GT GD C H L M O
using /juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν

GT GD C H L M O
valley /ˈvæl.i/ = NOUN: κοιλάδα, κοιλάς; USER: κοιλάδα, Valley, κοιλάδας, κοιλάδα του, πεδιάδα

GT GD C H L M O
valuable /ˈvæl.jʊ.bl̩/ = ADJECTIVE: πολύτιμος; USER: πολύτιμος, πολύτιμη, πολύτιμο, πολύτιμες, πολύτιμα

GT GD C H L M O
variant /ˈveə.ri.ənt/ = NOUN: διαφορά, παραλαγή, διαφέρων; ADJECTIVE: διάφορος; USER: παραλλαγή, παραλλαγής, παραλλαγή του, παραλλαγή της, εναλλακτική

GT GD C H L M O
variants /ˈveə.ri.ənt/ = NOUN: διαφορά, παραλαγή, διαφέρων; USER: παραλλαγές, παραλλαγών, παραλλαγές του, εκδόσεις, εναλλακτικές προσφορές

GT GD C H L M O
various /ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους; USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους

GT GD C H L M O
ve / -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ

GT GD C H L M O
versa /ˌvaɪsˈvɜː.sə/ = USER: αντίστροφα, versa, αντιστρόφως, αντίστροφο, το αντίστροφο

GT GD C H L M O
versus /ˈvɜː.səs/ = PREPOSITION: έναντι, κατά, εναντία; USER: έναντι, σχέση, σε σχέση, σχέση με, σε σχέση με

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
via /ˈvaɪə/ = PREPOSITION: μέσω, διά, διά μέσου; USER: μέσω, με, μέσω του, μέσω της, μέσω των

GT GD C H L M O
vice /vaɪs/ = NOUN: μέγγενη, κακία, ελάττωμα, φαυλότητα, βίτσιο, σφιγκτήρ, φαυλότης, αντικαταστάτης; USER: κακία, μέγγενη, αντιπρόεδρος, αντιπροέδρου, αντιπρόεδρο

GT GD C H L M O
video /ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση; ADJECTIVE: τηλεοπτικός; USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας

GT GD C H L M O
vignettes /vɪˈnjet/ = NOUN: βινιέτα, κόσμημα βιβλίου, εικών με άκρα εξαφανιζόμενα; USER: βινιέτες, αυτοκόλλητα σήματα, σκίτσα, αυτοκόλλητο σήμα, στιγμιότυπα,

GT GD C H L M O
virtual /ˈvɜː.tju.əl/ = ADJECTIVE: πραγματικός, κατ' ουσίαν καίτοι όχι πραγματικός, κατ' αποτέλεσμα καίτοι όχι πραγματικός; USER: εικονικό, virtual, εικονική, εικονικής, εικονικές

GT GD C H L M O
vocabulary /vəˈkæb.jʊ.lər.i/ = NOUN: λεξιλόγιο; USER: λεξιλόγιο, λεξιλόγιο για, λεξιλόγιο για τις, λεξιλόγιο για τις δημόσιες, λεξιλογίου, λεξιλογίου

GT GD C H L M O
voice /vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά; VERB: εκφράζω; USER: φωνή, φωνής, φωνητικής, φωνητική, τη φωνή, τη φωνή

GT GD C H L M O
vp /ˌviːˈpiː/ = USER: vp, νρ, Αντιπρόεδρος, ΑΠ, Αντιπρόεδρο

GT GD C H L M O
vs = USER: vs, εναντίον, έναντι, εναντίον της, εναντίον του

GT GD C H L M O
wait /weɪt/ = NOUN: αναμονή; VERB: περιμένω, αναμένω; USER: περιμένετε, περιμένω, περιμένουμε, περιμένει, wait, wait

GT GD C H L M O
walk /wɔːk/ = VERB: περπατώ, βαδίζω, περιπατώ; NOUN: περίπατος, βόλτα, πεζοπορία, βάδισμα; USER: περπατώ, περίπατος, βόλτα, πόδια, τα πόδια, τα πόδια

GT GD C H L M O
walking /ˈwɔː.kɪŋ/ = NOUN: περίπατος; USER: περίπατος, πόδια, τα πόδια, περπάτημα, κοντινή

GT GD C H L M O
walsall = USER: Γουόλσολ, walsall, Ουάλσαλ, ΓΟΥΟΛΣΟΛ,

GT GD C H L M O
wanna /ˈwɒn.ə/ = USER: wanna, θέλω, θέλω να, θέλουν να, θες

GT GD C H L M O
want /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε

GT GD C H L M O
wanted /ˈwɒn.tɪd/ = ADJECTIVE: καταζητούμενος; USER: ήθελε, ήθελαν, θέλησαν, θέλησε, επιθυμούσε, επιθυμούσε

GT GD C H L M O
wanting /ˈwɒn.tɪŋ/ = ADJECTIVE: στερούμενος, ελλείπων; USER: θέλουν, θέλοντας, που θέλουν, θέλει, επιθυμούν

GT GD C H L M O
wants /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλει, επιθυμεί, θέλουν, θέλουν

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
watch /wɒtʃ/ = NOUN: ρολόι, επιτήρηση, αγρυπνία, φρουρός, φρουρά, ωρολόγιο φρούρησης; VERB: παρακολουθώ, προσέχω, φρουρώ, παρατηρώ καλώς, επιτηρώ, επαγρυπνώ; USER: ρολόι, παρακολουθώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, δείτε

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
ways /-weɪz/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπους, τρόπων, τους τρόπους, τρόποι, τρόπους για, τρόπους για

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
weakened /ˈwiː.kən/ = VERB: εξασθενίζω, αποδυναμώνω, εξασθενώ, αδυνατίζω; USER: αποδυναμωθεί, αποδυνάμωσε, εξασθένησε, αποδυναμώνεται, εξασθενήσει

GT GD C H L M O
weather /ˈweð.ər/ = NOUN: καιρός; VERB: αντιμετωπίζω, αερίζω, διέρχομαι; USER: καιρός, καιρού, καιρό, καιρικές συνθήκες, καιρικές

GT GD C H L M O
web /web/ = NOUN: ιστός, μεμβράνη, ύφασμα, υφή; VERB: περιπλέκω, συνυφαίνω; USER: ιστός, Web, διαδίκτυο, στο Web, ιστοσελίδων

GT GD C H L M O
website /ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος; USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website

GT GD C H L M O
websites /ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος; USER: ιστοσελίδες, δικτυακούς τόπους, ιστοσελίδων, δικτυακών τόπων, websites, websites

GT GD C H L M O
wedding /ˈwed.ɪŋ/ = NOUN: γάμος, παντρεία; ADJECTIVE: γαμήλιος; USER: γάμος, γάμο, γάμου, γαμήλια, του γάμου

GT GD C H L M O
week /wiːk/ = NOUN: εβδομάδα; USER: εβδομάδα, την εβδομάδα, εβδομάδας, εβδομάδων, βδομάδα

GT GD C H L M O
weekday /ˈwiːk.deɪ/ = NOUN: καθημερινή; USER: καθημερινή, καθημερινές, ημέρα της εβδομάδας, εργάσιμη μέρα, τις καθημερινές

GT GD C H L M O
weekend /ˌwiːkˈend/ = NOUN: σαββατοκύριακο; USER: σαββατοκύριακο, το Σαββατοκύριακο, Σαββατοκύριακου, weekend

GT GD C H L M O
weight /weɪt/ = NOUN: βάρος, βαρύτητα, κύρος, σπουδαιότητα, βαρύτης, σπουδαιότης; USER: βάρος, βάρους, το βάρος, κατά βάρος

GT GD C H L M O
welcome /ˈwel.kəm/ = NOUN: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος δεξίωσις; VERB: καλωσορίζω, προϋπαντώ, υποδέχομαι; ADJECTIVE: ευπρόσδεκτος, καλοδεχούμενος; USER: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος, καλωσορίζω, ευπρόσδεκτη, ευπρόσδεκτοι

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
wells /wel/ = NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; USER: πηγάδια, φρεάτια, φρέατα, κοιλότητες, πηγαδάκια

GT GD C H L M O
went /went/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πήγε, πήγαν, προχώρησε, πήγα, έπεσε, έπεσε

GT GD C H L M O
were /wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
whatever /wɒtˈev.ər/ = USER: ανεξαρτήτως, ανεξάρτητα από, όποια και αν είναι, ανεξάρτητα, όποια και αν

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
whether /ˈweð.ər/ = CONJUNCTION: αν, εάν, είτε; USER: αν, εάν, είτε, κατά πόσον, πόσον

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
while /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον; NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό; VERB: περνώ; USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι

GT GD C H L M O
white /waɪt/ = NOUN: λευκό; ADJECTIVE: λευκός, άσπρος; USER: λευκό, λευκός, άσπρο, λευκή, λευκά, λευκά

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
whoo /tʊˌwɪt.tʊˈwuː/ = USER: whoo, Γου

GT GD C H L M O
why /waɪ/ = ADVERB: γιατί; USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους

GT GD C H L M O
wife /waɪf/ = NOUN: γυναίκα, σύζυγος; USER: γυναίκα, σύζυγος, σύζυγό, σύζυγός, η σύζυγός

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
within /wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα; USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε

GT GD C H L M O
women /ˈwo͝omən/ = NOUN: γυναίκα, γυνή; USER: γυναικών, γυναίκες, οι γυναίκες, τις γυναίκες, των γυναικών

GT GD C H L M O
word /wɜːd/ = NOUN: λέξη, λόγος, είδηση; VERB: διατυπώ, εκφράζω διά λέξεων; USER: λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, κειμένου, κειμένου

GT GD C H L M O
work /wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά; VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν

GT GD C H L M O
workflow /ˈwɜːk.fləʊ/ = USER: workflow, ροής εργασίας, ροή εργασίας, ροής, ροή

GT GD C H L M O
workflows /ˈwərkˌflō/ = USER: ροές εργασίας, ροές, ροών εργασίας, ροές εργασιών, workflows

GT GD C H L M O
working /ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος; NOUN: τρόπος εργασίας; USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται

GT GD C H L M O
works /wɜːk/ = NOUN: εργοστάσιο; USER: έργα, λειτουργεί, εργάζεται, δουλεύει, εργοστασίου, εργοστασίου

GT GD C H L M O
would /wʊd/ = USER: would-, will, would, shall; USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε

GT GD C H L M O
wow /waʊ/ = NOUN: τραύμα, πληγή, πλήγμα; VERB: πληγώνω, τραυματίζω; USER: wow, Πω πω, ομάδα, Ουάου, καταπληκτική επιτυχία

GT GD C H L M O
wrapped /ræpt/ = VERB: συσκευάζω, τυλίσσω, περιτυλίσσω; USER: τυλιγμένο, τυλιγμένα, τυλιγμένη, τυλίγεται, συσκευασία

GT GD C H L M O
wrong /rɒŋ/ = NOUN: κακό, άδικο, λανθασμένος, αδίκημα; ADJECTIVE: εσφαλμένος, άδικος; VERB: αδικώ; USER: λανθασμένος, κακό, εσφαλμένος, άδικο, λάθος, λάθος

GT GD C H L M O
yeah /jeə/ = USER: ναι, yeah

GT GD C H L M O
year /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

GT GD C H L M O
yesterday /ˈjes.tə.deɪ/ = ADVERB: εχθές, χτες, χθές; USER: χτες, εχθές, χθές, χθες, πριν

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

GT GD C H L M O
yourself /jɔːˈself/ = PRONOUN: σύ ο ίδιος, το εαυτόν σου; USER: τον εαυτό σας, εαυτό σας, τον εαυτό, σας, εαυτό, εαυτό

1299 words